-
1 оплаченный
оплаченный πληρωμένος, εξοφλημένος* с \оплаченныйым ответом με πληρωμένη απάντηση* * *πληρωμένος, εξοφλημένοςс опла́ченным отве́том — με πληρωμένη απάντηση
См. также в других словарях:
εξοφλούμαι — εξοφλούμαι, εξοφλήθηκα, εξοφλημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής