-
1 уполномочивать
-
2 доверять
доверятьнесов1. (иметь доверие) ἔχω ἐμπιστοσύνηΜ, πιστεύω, ἐμπιστεύ· ομαι:не \доверять кому-л., чему́-л. δυσπιστώ, δέν ἐμπιστεύομαι·2. (поручать) ἐμπιστεύομαι, ἀναθέτω, ἐξουσιοδοτώ:\доверять получение денег ἐξουσιοδοτώ κάποιον νά παραλάβει χρήματα· ◊ \доверять тайну ἐμπιστεύομαι μυστικό. -
3 уполномоченный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уполномоченный
-
4 аккредитовать
аккредитоватьсов и несов1. дип. διαπιστεύω;2. фин. ἐξουσιοδοτώ. -
5 полномочие
полномочиес ἡ πληρεξουοιότητα [-ης] I юр. ἡ πληρεξουσαοδότηση, τό πληρε-ξούσιο[ν]:неограниченные \полномочиеия ἀπεριόριστη πληρεξουσιότητα· передать свой \полномочиеия παραχωρώ τήν πληρεξουσιότητα μου, ἐξουσιοδοτώ ἄλλον. -
6 уполномочить
уполномоч||итьсов ἐξουσιοδοτώ. -
7 уполномочивать
[*][ουπαλναμότσιβατ') ρ. εξουσιοδοτώ -
8 уполномочивать
[ουπαλναμότσιβατ'] ρ εξουσιοδοτώ -
9 аккредитовать
-тую, -туешь; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ.1. (οικον.) εξουσιοδοτώ.2. (διπλωμ.) διαπιστεύομαι.1. εξουσιοδοτούμαι.2. διαπιστεύομαι• -
10 облечь
облечь 1-еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. облк, -лекла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. παλ. ντύνω, περιβάλλω με ένδυμα τυλίγω.2. καλύπτω, σκεπάζω, περιτυλίγω. || μτφ. δίνω, εξουσιοδοτώ•-властью περιβάλλω με εξουσία•
облечь сливой περιβάλλω με δόξα.
|| εκφράζω, ενσαρκώνω.εκφρ.облечь доверием – περιβάλλω με εμπιστοσύνη•облечь тайной – περιβάλλω με μυστικότητα ή με μυστήριο.1. ντύνομαι.2. μτφ. περιβάλλομαι•ореолом περιβάλλομαι με φωτοστέφανο.
|| εκφράζομαι, ενσαρκώνομαι (για λόγο, λέξεις κλπ.),.облечь 2-ляжет, -лягут, παρλθ. χρ. облёг, -легла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облёгший ρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω•тучи -ли небо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό.
2. παλ. πολιορκώ. -
11 уполномочить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уполномоченный, βρ: -чен, -а, -оεξουσιοδοτώ, δικαιοδοτώ.
См. также в других словарях:
εξουσιοδοτώ — εξουσιοδοτώ, εξουσιοδότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξουσιοδοτώ — έω χορηγώ σε κάποιον το δικαίωμα να ενεργήσει για λογαριασμό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξουσία + δοτώ (< δίδωμι, πρβλ. επι δοτώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικό Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό] … Dictionary of Greek
εξουσιοδοτώ — εξουσιοδότησα, εξουσιοδοτήθηκα, εξουσιοδοτημένος, μτβ., δίνω εξουσιοδότηση, παραχωρώ σε κάποιον την εξουσία (δικαίωμα) να κάνει κάτι για λογαριασμό μου, δικαιοδοτώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαιοδοτώ — (AM δικαιοδοτῶ, έω) [δικαιοδότης] απονέμω δικαιοσύνη νεοελλ. εξουσιοδοτώ κάποιον, τού δίνω το δικαίωμα αρχ. (με αιτ.) διοικώ επαρχία κρατώντας και τη δικαστική εξουσία … Dictionary of Greek
συνεπιστέλλω — Α [ἐπιστέλλω] 1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως 2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο … Dictionary of Greek