Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εξουσιοδοτώ

См. также в других словарях:

  • εξουσιοδοτώ — εξουσιοδοτώ, εξουσιοδότησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξουσιοδοτώ — έω χορηγώ σε κάποιον το δικαίωμα να ενεργήσει για λογαριασμό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξουσία + δοτώ (< δίδωμι, πρβλ. επι δοτώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικό Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό] …   Dictionary of Greek

  • εξουσιοδοτώ — εξουσιοδότησα, εξουσιοδοτήθηκα, εξουσιοδοτημένος, μτβ., δίνω εξουσιοδότηση, παραχωρώ σε κάποιον την εξουσία (δικαίωμα) να κάνει κάτι για λογαριασμό μου, δικαιοδοτώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαιοδοτώ — (AM δικαιοδοτῶ, έω) [δικαιοδότης] απονέμω δικαιοσύνη νεοελλ. εξουσιοδοτώ κάποιον, τού δίνω το δικαίωμα αρχ. (με αιτ.) διοικώ επαρχία κρατώντας και τη δικαστική εξουσία …   Dictionary of Greek

  • συνεπιστέλλω — Α [ἐπιστέλλω] 1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως 2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»