-
1 εξοπλίζω
[эксоплизо] р. вооружать, снаряжать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξοπλίζω
-
2 оборудовать
εξοπλίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оборудовать
-
3 оснащать
εξοπλίζω, εξαρτίζω, εφοδιάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оснащать
-
4 радиофицировать
εξοπλίζω (με ραδιοφωνικές συσκευές)επεκτείνω (το ραδιοφωνικό δίκτυο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиофицировать
-
5 снаряжать
εξοπλίζω, εφοδιάζω, εξαρ-τίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снаряжать
-
6 вооружить
-жу, -ижишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -жённый, βρ: -жён, -жена, -жено ρ.σ.μ.1. οπλίζω, εξοπλίζω, αρματώνω•вооружить армию εξοπλίζω το στρατό•
вооружить винтовкой οπλίζω με ντουφέκι.
2. εφοδιάζω•вооружить промышленность новой техникой εξοπλίζω τη βιομηχανία με νέα τεχνική.
|| παρέχω, δίνω•вооружить учеников знаниями εφοδιάζω τους μαθητές με γνώσεις.
3. παρακινώ, προτρέπω, διαθέτω εχθρικά, στρέφω κατά•вооружить сына против отца στρέφω το γιο κατά του πατέρα.
1. οπλίζομαι, εξοπλίζομαι, αρματώνομαι. || μτφ. εφοδιάζομαι (με γνώσεις, πληροφορίες (κ.τ.τ.).2. ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι.εκφρ.вооружить терпением, твердостью – εξοπλίζομαι με υπομονή, σταθερότητα. -
7 оборудовать
-
8 вооружать
вооружатьнесов1. ἐξοπλίζω, ὁπλίζω·2. перен (чем-л.) ἐφοδιάζω, ἐξοπλίζω, ὁπλίζω:\вооружать знаниями ὀπλίζω μέ γνώσεις·3. перен (против кого-л.) ξεσηκώνω, ἐξεγείρω. -
9 оснащать
оснащ||атьнесов1. ἐξαρτύω, ἀρματώνω (корабль)/ ἐξοπλίζω, ἐφοπλίζω (армию)·2. тех. ἐφοδιάζω, ἐξοπλίζω, ἐφοπλίζω. -
10 снарядить
-яжу, -ядишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снаряжённый, βρ: -жн, -жена, -жено.1. εφοδιάζω, προμηθεύω• εξοπλίζω•снарядить экспедицию на север εφοδιάζω με τα απαραίτητα την αποστολή για το βοριά•
снарядить судно εξοπλίζω σκάφος.
2. ετοιμάζω•нас -ли в путь(на дорогу) μας εφοδίασαν με τα απαραίτητα για το δρόμο.
3. οπλίζω, εφοδιάζω με οπλισμό.4. γεμίζω (με εκρηκτική ύλη)•снарядить бомбы γεμίζω βόμβες.
ετοιμάζομαι για δρόμο (εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα). -
11 переоснастить
επανεξοπλίζω, εφοδιάζω ξανά, εξοπλίζω εκ νέου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переоснастить
-
12 снабжать
1. (питать) εφοδιάζω 2. (обеспечивать) τροφοδοτώ, προμηθεύω 3. (предусматривать, устраивать) εξοπλίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снабжать
-
13 оборудованиеть
оборудование||тьсов и несов ἐξοπλίζω, ἐφοδιάζω μέ μηχανές. -
14 экипировать
экипи́р||оватьсов и несов ἐξαρτύω, ἐξοπλίζω, ἐφοδιάζω/ ἀρματώνω (судно). -
15 оснащать
[ασναστσάτ'] ρ. εξοπλίζω, εφοδιάζω -
16 оснащать
[ασναστσάτ'] ρ εξοπλίζω, εφοδιάζω -
17 армировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ.(τεχ.) εξοπλίζω με μεταλλικό σκελετό.εξοπλίζομαι με μεταλλικό σκελετό. -
18 моторизовать
-зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. моторизованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ. κ. σ.μ.1. εφοδιάζω με κινητήρες.2. (στρατ.) εξοπλίζω με μηχανοκίνητα. -
19 оборудовать
-дую, -дуешьρ.δ.κ.σ.μ. εξοπλίζω, εφοδιάζω με μέσα κάνω εγκαταστάσεις,εξοπλίζομαι, εφοδιάζομαι με μέσα. -
20 ополчить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ополченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. παλ. εξοπλίζω για πόλεμο ιδρύω λαϊκή φρουρά.2. μτφ. (απλ.) προδιαθέτω κακώς, διεγείρω κατά.1. παλ. εξοπλίζομαι αντιμάχομαι, αντιπαλεύω.2. ξεσηκώνομαι, κινητοποιούμαι. || μτφ. επιτίθεμαι (με λόγια, κριτική κ.τ.τ.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξοπλίζω — εξοπλίζω, εξόπλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξοπλίζω — (AM ἐξοπλίζω) 1. εφοδιάζω με όλα τα απαραίτητα όπλα 2. εφοδιάζω με όλα τα αναγκαία εξαρτήματα, σκεύη, μηχανήματα (και με το αναγκαίο προσωπικό) αρχ. μσν. αφοπλίζω … Dictionary of Greek
εξοπλίζω — εξόπλισα, εξοπλίστηκα, εξοπλισμένος, μτβ. 1. οπλίζω κάποιον εντελώς, τον εφοδιάζω με όπλα, αρματώνω. 2. εφοδιάζω πλοίο με όλα τα απαραίτητα για ταξίδι ή για πόλεμο, το αρματώνω. 3. εφοδιάζω με τα αναγκαία: Εξοπλίστηκε το γραφείο επιτέλους. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξοπλίζετε — ἐξοπλίζω arm completely pres imperat act 2nd pl ἐξοπλίζω arm completely pres ind act 2nd pl ἐξοπλίζω arm completely pres imperat act 2nd pl ἐξοπλίζω arm completely pres ind act 2nd pl ἐξοπλίζω arm completely imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοπλίζῃ — ἐξοπλίζω arm completely pres subj mp 2nd sg ἐξοπλίζω arm completely pres ind mp 2nd sg ἐξοπλίζω arm completely pres subj act 3rd sg ἐξοπλίζω arm completely pres subj mp 2nd sg ἐξοπλίζω arm completely pres ind mp 2nd sg ἐξοπλίζω arm completely… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοπλιζομένων — ἐξοπλίζω arm completely pres part mp fem gen pl ἐξοπλίζω arm completely pres part mp masc/neut gen pl ἐξοπλίζω arm completely pres part mp fem gen pl ἐξοπλίζω arm completely pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοπλιζόμενον — ἐξοπλίζω arm completely pres part mp masc acc sg ἐξοπλίζω arm completely pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐξοπλίζω arm completely pres part mp masc acc sg ἐξοπλίζω arm completely pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοπλιζόμεσθα — ἐξοπλίζω arm completely pres ind mp 1st pl ἐξοπλίζω arm completely pres ind mp 1st pl ἐξοπλίζω arm completely imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) ἐξοπλίζω arm completely imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοπλισάντων — ἐξοπλίζω arm completely aor part act masc/neut gen pl ἐξοπλίζω arm completely aor imperat act 3rd pl ἐξοπλίζω arm completely aor part act masc/neut gen pl ἐξοπλίζω arm completely aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοπλίζει — ἐξοπλίζω arm completely pres ind mp 2nd sg ἐξοπλίζω arm completely pres ind act 3rd sg ἐξοπλίζω arm completely pres ind mp 2nd sg ἐξοπλίζω arm completely pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοπλίζοντα — ἐξοπλίζω arm completely pres part act neut nom/voc/acc pl ἐξοπλίζω arm completely pres part act masc acc sg ἐξοπλίζω arm completely pres part act neut nom/voc/acc pl ἐξοπλίζω arm completely pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)