-
1 истребить
-
2 уничтожать
уничтож||атьнесов1. καταστρέφω, εξοντώνω, συντρίβω, ἐξολοθρεύω (истреблять)/ ἐξαφανίζω (ликвидировать)·2. (съесть, выпить) разг ἐξολοθρεύω, καταβροχθίζω·3. черен, (унижать, подавлять) συντρίβω. -
3 извести
-веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. извёл, -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. изведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изведённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.σ.μ.1. ξοδεύω, δαπανώ• καταναλώνω•извести много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•
извести много бумаги καταναλώνω πολύ χαρτί.
2. εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, αφανίζω, ξεκάνω•извести мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια•
этот злодей хотел меня извести αυτός ο κακούργος ήθελε να με εξοντώσει•
извести леса καταστρέφω τα δάση.
-
4 перевести
-веду, -ведшь, παρλθ. χρ. перевл-вела, -вело, μτχ. παρλθ. χρ. пере-вдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,επιρ. μτχ. переведши κ. переведя,ρ.σ.μ.1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω• μεταφέρω•перевести стрелку часов μετακινώ το δείχτη του ρολογιού•
перевести больного в другую палату μεταφέρω τον ασθενή σε άλλο θάλαμο.
|| οδηγώ, περνώ•перевести слепого через улицу περνώ τον τυφλό από το δρόμο.
2. (για υπάλληλους)• μεταθέτω. || προβιβάζω, προάγω.3. (για βλέμμα, μάτια)• περιφέρω, στρέφω, γυρίζω. || κατευθύνω γυρίζω•перевести разговор на другое γυρίζω την κουβέντα αλλού.
4. μεταβιβάζω•перевести имение на имя своей жены μεταβιβάζω, το κτήμα στο όνομα της συζύγου μου.
5. στέλλω, αποστέλλω•перевести деньги родителям αποστέλλω χρήματα στους γονείς• перевести 100 рублей по телеграфу στέλλω 100 ρούβλια τηλεγραφικώς.
6. μεταφράζω•перевести книгу с русского языка на греческий μεταφράζω βιβλίο από τα ρωσικά στα ελληνικά.
|| (για χρημ. αξία)• μετατρέπω μεταφέρω• перевести 1000 рублей на греческие драхмы μετατρέπω 1000 ρούβλια σε ελληνικές δραχμές.7. αποτυπώνω, ξεσηκώνω, βγάζω•перевести рисунок αποτυπώνω σχέδιο.
8. καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεκάνω, αφανίζω•перевести крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους.
|| σπαταλώ σκορπίζω.εκφρ.перевести дух (дыхание); – α)ανασαίνω βαθιά; β) ανασαίνω πρόσκαιρα (μτφ.).1. μεταθέτομαι, μετατίθεμαι•перевести в провинцию μεταθέτομαι στην επαρχία.
2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι. || σπαταλώμαι.3. αποτυπώνομαι. -
5 переглушить
-ушу, -ушишь.иае. μτχ. παρλθ. χρ. переглушенный, βρ: -шен, -шена, -шено;ρ.σ.μ.1. ξεκουφαίνω,2. σκοτώνω, φονεύω,εξοντώνω, εξολοθρεύω•переглушить всю рыбу в пруду εξολοθρεύω όλα τα ψάρια στη δεξαμενή.
-
6 переморить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переморенный, βρ: -рен, -рена, -рено; εξοντώνω, εξολοθρεύω, αφανίζω, ξεκάνω (όλους, πολλούς)•переморить всех крыс εξολοθρεύω όλους τους αρουραίους.
-
7 травить
травить 1травлю, травишь, παθ. μτχ. παρ λ θ. χρ. травленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ.1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω με δηλητήριο•травить мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια με δηλητήριο (ποντ ικοφάρμακο).
|| φθείρω, βλάπτω με τοξίνες•травить свой организм алкоголем δηλητηριάζω τον οργανισμό μου με αλκοόλη.
2. ερεθίζω με καυστική ουσία, καίω. || μτφ. αναθυμίζω, αναθυμούμαι δυσάρεστα• ξύνω παλαιές πληγές.3. (τεχ.) επεξεργάζομαι επιφάνεια με οξέα. || χαράσσω σχέδια με οξέα.4. ποδοπατώ, τσαλαπατώ (λιβάδι, χωράφι).5. (απλ.) χρησιμοποιώ, ξοδεύω για ζωοτροφή•мы солому -им, а сено бережм ξοδεύομε το άχυρο και το χόρτο το φυλάγομε (το τσιγκουνευόμε).
6. σπαταλώ.7. κυνηγώ (με σκυλιά). || παρορμώ, παροτρύνω (τα σκυλιά).8. κατατρέχω, καταδιώκω τον αντίπαλο.1. δηλητηριάζομαι, εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. αυτοκτονώ με δηλητήριο.травить 2ρ.δ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тра-вить1).1. ξεσφίγγω, ξελασκάρω, αμολάρω.2. αφήνω να διαφύγει, να διαρρεύσει (για ατμό, αέρα κ.τ.τ.).3. μτφ. (ναυτ.). α) βλ. тошнить, β) βλ. врать.ξελασκάρω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.). -
8 уничтожить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уничтоженный, βρ: -жен, -а, -о.ρ.σ.μ.1. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω,αφανίζω•, уничтожить насекомых-вредителей καταστρέφω τα βλαβερά έντομα•уничтожить крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους•
уничтожить врага εξοντώνω τον εχθρό.
|| καταργώ• διαλύω• καταστέλλω• εξαλείφω• καταλύω•турки -ли византийскую империю οι Τούρκοι κατέλυσαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία•
уничтожить безработицу εξαλείφω την ανεργία•
уничтожить мятеж καταστέλλω την εξέγερση.
|| ακυρώνω•уничтожить закон καταργώ νόμο•
уничтожить обычай καταργώ συνήθεια (έθιμο).
|| μτφ. διαλύω•уничтожить последнюю надежду διαλύω και την τελευταία ελπίδα•
уничтожить все сомнения διαλύω όλες τις αμφιβολίες.
2. καταπίνω• καταβροχθίζω.3. μτφ. εξουθενώνω, ταπεινώνω, ξευτελίζω• συντρίβω.1. καταστρέφομαι, εξοντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. εξαφανίζομαι, χάνομαι. -
9 истребление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > истребление
-
10 травить
1. тех. καθαρίζω με οξύ/οξέα 2. (канат) εκτυλίσσω, λασκάρω (ξεν.) 3. (истреблять, умерщвлять отравой) δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > травить
-
11 уничтожать
1. (прекращать существование чего-л.истреблять) καταστρέφω, εξαφανίζωεξολοθρεύω, εξαλείφω, εξοντώνω, συντρίβω, εκμηδενίζω2. (упразднять, ликвидировать, нейтрализовать, компенсировать) εξουδετερώνω, καταργώ, διαλύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уничтожать
-
12 выводить
выводитьнесов1. (откуда-л.) ἐξάγω, ἐκβάλλω, βγάζω ἔξω, ὀδηγῶ ἐξω/ ἀποκομίζω (уводить)/ ἀποσύρω (войска)·2. (исключать) βγάζω, διώχνω, ἀποβάλλω, ἀποπέμπω:\выводить из состава президиума βγάζω ἀπό τό προεδρείο·3. (уничтожать) ξερριζώνω (сорняки и т. п.)/ ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω (паразитов)/ βγάζω, καθαρίζω, ξελεκιάζω (пятна и т. п.)·4. (делать вывод) συμπεραίνω, συνάγω·5. (выращивать) μεγαλώνω, θρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ τά φυτά (растения):\выводить цыплят ἐκκολάπτω, ξεκλωσσώ· 6.:\выводить на орбиту τοποθετώ στήν τροχιά· ◊ \выводить из затруднения βγάζω ἀπό τή δυσκολία· \выводить из терпения кого́-л. κάνω κάποιον νά χάσει τήν ὑπομονή του· \выводить кого́-л. на свежую воду ξεσκεπάζω κάποιον, ξεμασκαρώνω, ἀποκαλύπτω· \выводить из строя а) воен. θέτω ἐκτός μάχης, καθιστώ ἀνίκανο, б) (привести в негодность) ἀχρηστεύω. -
13 выкорчевать
выкорчеватьсов, выкорчевывать несов1. ξεριζώνω, ἐκριζώνω·2. перен ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω, ξεκληρίζω, ἀφανίζω. -
14 вытравить
вытравитьсов, вытравлять несов1. (истреблять) ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω/ ἐξαλείφω, βγάζω (пятно):\вытравить плод мед. καταστρέφω τό Εμβρυο, κάνω ἀποβολή, κάνω ἐκτρωση·2. (надпись, рисунок и т. п.) χαράσσω (или ἐγκαίω) μέ νιτρικό ὀξύ·3. (производить потраву) καταπατώ, τσαλαπατώ, καταστρέφω·4. перен (искоренять) ἐξαφανίζω, ξεριζώνω. -
15 губить
губитьнесов καταστρέφω, ἀφανίζω, ὀδηγώ στον ὀλεθρο (или στό χαμό)/ ἐξολοθρεύω (уничтожать). -
16 загубить
загубитьсов1. κάνω κάποιον (κάτι) νά χαθεϊ, καταστρέφω / χαλώ, ἐξολοθρεύω (уничтожать)·2. (тратить напрасно) разг κατασπαταλώ. -
17 истреблять
истреб||лятьнесов ἐξολοθρεύω, καταστρέφω, ἐξοντώνω/ ἀφανίζω, ἐξαφανίζω (искоренять). -
18 разорять
разорятьнесов1. (город и т. п.) ἀφανίζω, ρημάζω, ἐρημώνω·2. (кого-л.) καταστρέφω, ἀφανίζω, ἐξολοθρεύω. -
19 валить
валить 1валю, валишь ρ.δ.μ.1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•
валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.
|| μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.
2. ρίχνω άτακτα•валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.
3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.
εκφρ.валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.
|| καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•дом -ится το σπίτι κατάρρεει.
|| (για ζώα) ψοφώ•от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.
εκφρ.- ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).валить 2-ит, ρ.δ.1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•толпа -ит ο όχλος κινείται•
снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).
2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•-и, беги! κουνήσου, τρέχε!
βλ. ρ. ενεργ. φ. -
20 вывести
-веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•
вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.
|| αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.2. βγάζω έξω οδηγώντας•вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.
|| μετοικίζω•вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.
3. βγάζω από μια κατάσταση•вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.
4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•вывести цыплят βγάζω πουλάκια.
6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.
7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.8. εξαλείφω, καθαρίζω•вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.
|| εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•
вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.
9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.
10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).εκφρ.вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.
|| βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•-лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•
-лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.
2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•-лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.
|| καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•-лось пятно βγήκε ο λεκές.
3. εκκολάπτομαι•птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐξολοθρεύω — pres subj act 1st sg ἐξολοθρεύω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξολοθρεύω — εξολοθρεύω, εξολόθρευσα και εξολόθρεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξολοθρεύω — (AM ἐξολοθρεύω) 1. προκαλώ όλεθρο, καταστρέφω τελείως 2. εξοντώνω, θανατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολοθρεύω (< ολεθρεύω με αφομοίωση < όλεθρος < όλλυμι)] … Dictionary of Greek
εξολοθρεύω — εξολόθρεψα και εξολόθρευσα, εξολοθρεύτηκα, εξολοθρεμένος και εξολοθρευμένος, μτβ., καταστρέφω κάτι εντελώς, αφανίζω, εξοντώνω, ξεπαστρεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξολοθρεύσει — ἐξολοθρεύω aor subj act 3rd sg (epic) ἐξολοθρεύω fut ind mid 2nd sg ἐξολοθρεύω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύσουσι — ἐξολοθρεύω aor subj act 3rd pl (epic) ἐξολοθρεύω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξολοθρεύω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύσω — ἐξολοθρεύω aor subj act 1st sg ἐξολοθρεύω fut ind act 1st sg ἐξολοθρεύω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύσῃ — ἐξολοθρεύω aor subj mid 2nd sg ἐξολοθρεύω aor subj act 3rd sg ἐξολοθρεύω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρευόμενον — ἐξολοθρεύω pres part mp masc acc sg ἐξολοθρεύω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύει — ἐξολοθρεύω pres ind mp 2nd sg ἐξολοθρεύω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύσαις — ἐξολοθρεύω aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ἐξολοθρεύω aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)