-
1 εξεμάνη
-
2 ἐξεμάνη
-
3 ως
1. επίρρ.1) как;ως είπα — как я сказал;
2) подобно, словно, как будто, как;ως συμβαίνει πάντοτε — как всегда бывает;
αντέστη ως λέων — он сражался как лев;
εφέρθη ως τίμιος άνθρωπος — он поступил, как честный человек;
3) почти что; около, приблизительно;ως πόσα; — сколько приблизительно?;
4) см. ως;§ ως φαίνεται — по-видимому;
ως
προς... — что касается...;ως
αν ( — или εάν) — как будто; — как если бы;ως
επί το πλείστον — или ως επί το πολύ — в основном, в большинстве случаев;2. σόνδ.1) как только, когда;εξεμάνη ως τον είδε — он вышел из себя, когда его увидел;
ευθύς ως — сразу же, как только;
2) в то время как, когда;3. πρόθ. με αιτιατ. 1) до, вплоть до;ως την Μόσχα — до Москвы;
ως τό πρωί — до утри;
ως πότε; — до каких пор?;
ως τώρα — до сих пор;
2) (при обознач, направления):ως τον φίλο — к другу;
4. μόριο какой, как;ως θαυμαστά τα έργα σου! ( — как) замечательны дела твои!;
§ ως καί — даже
См. также в других словарях:
ἐξεμάνη — ἐκμαίνω drive mad aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπαίρνω — 1. (κυριολ. και μτφ.) παίρνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει 2. μέσ. παραπαίρνομαι περιφέρομαι 3. φρ. α) «παραπήρε θάρρος» ή «παραπήρε αέρα» έγινε πολύ θρασύς β) «τόν παραπήρε ο θυμός» τόν κατέλαβε μεγάλη οργή, εξεμάνη γ) «τόν παραπήρε ο ύπνος»… … Dictionary of Greek
φόκο — το, Ν 1. φωτιά 2. (κυρίως φρ.) α) «έβαλε φόκο» πυρπόλησε β) «πήρε φόκο» i) άναψε, πήρε φωτιά ii) μτφ. οργίστηκε πολύ, εξεμάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fuoco «φωτιά» < λατ. focus «εστία, φωτιά»] … Dictionary of Greek