-
1 пропасть
I. 1. (потеряться, исчезнуть) χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος 2. (перестать появляться где-л.) χάνομαι, εξαφανίζομαι 3. (не вернуться, не давать ο себе знать) χάνομαι, εξαφανίζομαι, δε φαίνομαι 4. (перестать быть видимым{}слышимым{}) χάνομαι, δε φαίνομαι/ακούγομαι 5. (исчезнуть, утратиться) χάνομαι, εξαφανίζομαι. II.(крутой, глубокий обрыв) το βάραθρο, ο γκρεμός, το χάσμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропасть
-
2 кануть
-ну, -нешьρ.σ.1. παλ. σταλάζω, στάζω. || βυθίζομαι.2. μτφ. εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, χάνομαι•кануть в прошлое χάνομαι βαθιά στο παρελθόν•
кануть в вечность εξαφανίζομαι για πάντα•
как в воду кануть ανοίγει η γη και με καταπίνει, εξαφανίζομαι χωρίς να αφήσω κανένα ίχνος ζωής.
-
3 исчезать
исчезать, исчезнуть χάνομαι εξαφανίζομαι (тж. из виду)* * *= исчезнутьχάνομαι; εξαφανίζομαι (тж. из виду) -
4 потеряться
-
5 пропасть
I пропасть ж το χάσμα, ο γκρεμός II пропасть χάνομαι· εξαφανίζομαι (исчезнуть)* * *I пр`опастьжτο χάσμα, ο γκρεμόςII проп`астьχάνομαι; εξαφανίζομαι ( исчезнуть) -
6 затеряться
затерять||ся1. χάνομαί2. перен ἐξαφανίζομαι, χάνομαι:\затерятьсяся в толпе ἐξαφανίζομαι μέσα στό πλήθος. -
7 скрываться
скрыва||тьсяκρύβομαι, (άπο)κρύπτομαι/ γίνομαι ἀφαντος, ἐξαφανίζομαι (сбегать):солнце \скрыватьсяется за горизонтом ἡ ήλιος κρύβεται πίσω ἀπό τόν ὁρίζοντα· \скрыватьсяться из виду χάνομαι, ἐξαφανίζομαι. -
8 вывести
-веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•
вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.
|| αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.2. βγάζω έξω οδηγώντας•вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.
|| μετοικίζω•вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.
3. βγάζω από μια κατάσταση•вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.
4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•вывести цыплят βγάζω πουλάκια.
6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.
7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.8. εξαλείφω, καθαρίζω•вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.
|| εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•
вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.
9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.
10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).εκφρ.вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.
|| βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•-лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•
-лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.
2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•-лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.
|| καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•-лось пятно βγήκε ο λεκές.
3. εκκολάπτομαι•птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.
-
9 исчезание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исчезание
-
10 скрывать
скрывать, скрыть κρύβω, κρύπτω \скрываться κρύβομαι; εξαφανίζομαι (исчезнуть)* * *= скрытьκρύβω, κρύπτω -
11 скрываться
κρύβομαι; εξαφανίζομαι ( исчезнуть) -
12 вечность
вечн||остьж ἡ αἰωνιότητα· ◊ кануть в \вечность ἐξαφανίζομαι γιά πάντα. -
13 вид
вид Iм1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:\виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.вид IIм1. филос, биол. τό είδος·2. грам. ἡ μορφή:\виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή. -
14 вода
вод||аж τό νερό, τό ὕδωρ:дождевая \вода τό νερό τής βροχῆς, τό βρόχινο νερό, τό βροχόνερο, τά δμβρια ὕδατα· питьевая \вода τό πόσιμο νερό· минеральная \вода τό μεταλλικό νερό· пресная \вода τό γλυκό νερό· морская \вода τό θαλασσινό νερό· проточная \вода τό τρεχούμενο νερό· грунтовая \вода τό νερό τοῦ ὑπεδάφους· уровень \водаы ἡ στάθμη τοῦ νερού· посадка на воду ἀβ. ἡ προσθαλάσσωση· держаться на \водае ἐπιπλέω, κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροϋ· спускать на воду καθελκύω· ◊ вывести кого-л. на чистую воду ξεσκεπάζω κάποιον, βγάζω τά ἀπλυτα κάποιου στή φόρα· много \водаы утекло́ πέρασε πολύς καιρός· с него как с гуся \вода разг δέν δίνει πεντάρα γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί· он \водаы не замутит δέν πειράζει μερμήγκι, εἶναι ἀγαθός (или φιλήσυχος) ἄνθρωπος· словно \водаы в рот набрал σάν νά κατάπιε τή γλώσσα του· как в воду опущенный κατσούφης, στενοχωρημένος· как в во́ду канул ἔγινε ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι· как две капли \водаы (о сходстве) ἰδιος καί ἀπαράλλακτος· чувствовать себя как рыба в \водае εἶμαι στό στοιχείο μου· выйти сухим из \водаы βγαίνω λάδι, τή γλυτώνω φτηνά· толочь во́ду в сту́пе κοπανώ ἀέρα· Носить во́ду решетом κουβαλώ νερό μέ τό κόσκινο· чистой \водаώ (о драгоценном камне) γνήσιος· желтая \вода мед. τό γλαύκωμα· тяжелая \вода физ. τό βαρύ ὕδωρ. -
15 выводиться
выводить||ся1. (исчезать) ἐξαφανίζομαι, ἐξαλείφομαι/ παλιώνω, δέν συνηθίζομαι, πέφτω σέ ἀχρηστία (о нравах, обычаях и т. п.)·2. (о птенцах) ἐκκολάπτομαι, βγαίνω. -
16 вымирать
вымиратьнесов1. (исчезать) πεθαίνω, ἐκλείπω, ἐξαφανίζομαι·2. (становиться пустым, безлюдным) ἐρημώνομαι, ρημάζω. -
17 деваться
дева||ться(исчезать) χάνομαι, ἐξαφανίζομαι:куда он \деватьсялся? ποῦ χάθηκε;, τί ἐγινε;· он не знал, куда \деватьсяться со стыда δέν ήξερε ποῦ νά κρυφτεί ἀπό τήν ντροπή του. -
18 задеваться
задевать||ся(затеряться) разг χάνομαι, ἐξαφανίζομαι. -
19 запропаститься
запропасти́||тьсясов разг χάνομαι, ἐξαφανίζομαι:куда ты \запропаститьсялся? ποῦ χάθηκες; -
20 исчезать
исчез||а́тьнесов ἐξαφανίζομαι, γίνομαι ἄφαντος, χάνομαι, ἐκλείπω.
См. также в других словарях:
εξαφανίζομαι — εξαφανίζομαι, εξαφανίστηκα, εξαφανισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
εξατμίζω — (AM ἐξατμίζω) [ατμίζω] 1. μετατρέπω υγρό σε ατμό, σε αεριώδη κατάσταση («τοῡ πυρὸς ἐξατμίσαντος ἐκ τῆς γῆς τὸ ὑγρόν», Αριστοτ.) νεοελλ. Ι. 1. ενεργώ ώστε από κλειστό σκεύος να βγει ο ατμός («εξάτμισε τη μηχανή») ΙΙ εξατμίζομαι 1. (για αφρό… … Dictionary of Greek
λιάζομαι — (Α) 1. αποσύρομαι, απομακρύνομαι, αποχωρώ («ἐκ ποταμοῑο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ. και για πράγματα) υποχωρώ (α. «ὁ δ ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφὶ δ ἄρα σφι λιάζετο κῡμα θαλάσσης», Ομ. Ιλ.) 3. (για φάντασμα)… … Dictionary of Greek
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
συμψάω — Α 1. συμμαζεύω, τακτοποιώ 2. εξαλείφω 3. (για ποταμό) παρασύρω («ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων», Ηρόδ.) 4. συλλαμβάνω 5. παθ. συμψάομαι μτφ. εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ψάω «διαλύομαι, διαχέομαι, εξαφανίζομαι»] … Dictionary of Greek
συναποπέτομαι — ΜΑ μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι μαζί με κάποιον αρχ. πετώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποπέτομαι «πετώ πάνω, μακριά, πετώ και εξαφανίζομαι»] … Dictionary of Greek
συνοίχομαι — ΜΑ 1. συναπέρχομαι* 2. εξαφανίζομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἴχομαι «φεύγω, εξαφανίζομαι»] … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… … Dictionary of Greek
έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 … Dictionary of Greek