-
1 ἐξαυθαδίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαυθαδίζομαι
-
2 ἐξ-αυθᾱδιάζομαι
ἐξ-αυθᾱδιάζομαι od. εξαυθᾱδίζομαι, = simpl., Ios.
-
3 εξαυθαδιζομένους
-
4 ἐξαυθαδιζομένους
См. также в других словарях:
εξαυθαδίζομαι — ἐξαυθαδίζομαι (Α) [αυθαδίζομαι] δείχνω υπερβολική αυθάδεια … Dictionary of Greek
ἐξαυθαδιζομένους — ἐξαυθαδίζομαι pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)