-
1 выдающийся
выдающийся διακεκριμένος, διάσημος (тк. о- человеке )' εξαίρετος (замечательный)* * *διακεκριμένος διάσημος (тк. о человеке); εξαίρετος ( замечательный) -
2 исключительный
исключительный αποκλει στικός εξαίρετος, εξαιρετικός (необыкновенный)' в \исключительныйых случаях σε εξαιρετικές περι πτώσεις* * *αποκλειστικός; εξαίρετος, εξαιρετικός ( необыкновенный)в исключи́тельных слу́чаях — σε εξαιρετικές περιπτώσεις
-
3 невиданный
-
4 великолепиеный
великолепие||ныйприл1. (пышный) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, πολυτελής·2. (очень хороший) ἐξαίρετος, ἐξαίσιος, θαυμάσιος:\великолепиеныйная книга θαυμάσιο βιβλίο· \великолепиеныйный оратор ὁ δεινός ρήτορας. -
5 невиданный
неви́данн||ыйприл πρωτοφανής / ἀπαράμιλλος, ἐξαίρετος (исключительный)/ ἐκπληκτικός, καταπληκτικός (поразительный):\невиданныйая красавица καταπληκτική (или ἐξαίρετη) καλλονἤ \невиданный урожай ἡ πρωτοφανής ἐσοδεία· \невиданный успех ἡ πρωτάκουστη ἐπιτυχία. -
6 незаурядный
незаурядныйприл σπάνιος, ἐξαιρετικός, ἐξαίρετος:\незаурядныйая личность ἡ ἐξαιρετική προσωπικότητα· \незаурядныйые способности ἐξαιρετικές Ικανότητες. -
7 необыкновенный
необыкновенн||ыйприл ἀσυνήθης, ἀσυνήθιστος / ἐξαιρετικός, ἐξαίρετος, πρωτοφανής (исключительный)! ἰδιόρρυθμος, παράδοξος (странный):в §том нет ничего́ \необыкновенныйого σ' αὐτό δέν ὑπάρχει τίποτε τό ἐξαιρετικό· \необыкновенныйое легкомыслие ἡ πρωτοφανής ^επιπολαιότητα· \необыкновенныйой красоты Ιξωρετίκης ὀμορφιᾶς. -
8 несравнимый
несравни́м||ыйприл1. (несравненный) ἀπαράμιλλος, ἀσύγκριτος, ἐξαίρετος, μοναδικός:\несравнимый талант τό ἀπαράμιλλο ταλέντο12. (различный):это \несравнимыйые вещи αὐτά εἶναι δύο πράγματα πού δέν συγκρίνονται. -
9 отличный
отли́чн||ыйприл1. (различный) уст. διαφορετικός, διάφορος·2. (превосходный) ἐξαίρετος, ἐξαίσιος / ἄριστος (о работнике и т. п.):у него́ \отличныйое здоровье ἔχει ἐξαίρετη ὑγεία· \отличныйое настроение ἡ πολύ καλή διάθεση. -
10 прекрасный
прекрасн||ыйприл1. (красивый) ὠραίος, θαυμάσιος, ὠραιότατος, πεντάμορφος:\прекрасныйое лицо́ τό ὠραιότατο πρόσωπο·2. (отличный) ἐξαίρετος, ἐξαιρετικός, Ιξοχος, ἄριστος:\прекрасныйый обед τό ἐξαίρετο γεῦμα· ◊ в одно́ \прекрасныйое утро μιαν ὠραία πρωία· \прекрасныйый пол τό ὠραίο φῦλο. -
11 ряд
рядλ1. ἡ σειρά, ἡ ἀράδα, ὁ στοίχος, ἡ γραμμή:\ряд домов ἡ σειρά σπιτιών \ряд гор ἡ ὁροσειρά· \ряд сту́льев μιά σειρά καθισμάτων в первом \ряду́ στήν πρώτη σειρά· построиться в \ряды τάσσομαι στη γραμμή, συντάσσομαι, μπαίνω στή γραμμή· идти \ряда́ми βαδίζω στοιχηδόν, βαδίζω σέ γραμμές· сплотить \ряды συσφίγγω τίς γραμμές· сомкну́ть \ряды! воен. πυκνώνω τίς γραμμές!·2. (серия) ἡ σειρά/ ὁ ἀριθμός (некоторое число)·3. \ряды мн. (состав, среда) ἡ γραμμή, ἡ τάξη:в \ряда́х армии στίς γραμμές τοῦ στρατοῦ, είς τάς τάξεις τοῦ στρατοῦ·4. \ряды мн. (лавки):овощи́ые \ряды τά λαχανάδικα· рыбные \ряды τά ψαράδικα· ◊ из ряда вон выходящий ἐξαίρετος, ἀσυνείθιστος· ставить в один \ряд βάζω στήν ἰδια σειρά, βάζω στήν ἰδια μοίρα -
12 славный
славн||ыйприл1. (знаменитый) ἔνδοξος, διάσημος·2. (хороший) разг περίφημος, ἔξοχος, ἐξαίρετος:\славныйый милый περίφημο παιδί. -
13 удивительиый
удивительи||ыйприл1. (странный) περίεργος, παράξενος:ничего́ \удивительиыйого τίποτε τό περίεργο·2. (чрезвычайный) καταπληκτικός, ἐξαίρετος:\удивительиыйое здоровье ἡ ἐξαιρετική ὑγεία. -
14 чудный
чудныйприл θαυμάσιος/ ἐξαίσιος, ἐξαίρετος (превосходный). -
15 невиданный
[νιβίνταννυϊ] εκ. εξαίρετος -
16 невиданный
[νιβίνταννυϊ] επ εξαίρετος -
17 великолепный
επ., βρ: -пен, -пна, -пно1. πολυτελής, λουσάτος• μεγαλοπρεπής.2. θαυμάσιος,εξαίσιος, εξαίρετος, λαμπρός. -
18 головокружительный
επ.ζαλιστικός, ιλιγγιώδης, που προκαλεί ζαλάδα. || μτφ. εξαίρετος, εξαιρετικός, λαμπρός•головокружительный успех καταπληκτική επιτυχία.
-
19 доблестный
επ. -тен, тна, -тно (υψ. ύφος) αντρείος, γενναίος, ένδοξος, λαμπρός,δοξασμένος•-ые военные силы γενναίες στρατιωτικές δυνάμεις•
доблестный подвиг λαμπρό κατόρθωμα•
-ая армия ένδοξος στρατός.
|| εξαίρετος, εξαιρε• доблестныйτικός•доблестный муж λαμπρός σύζυγος.
|| ηρωικός•-ая защита ηρωική υπεράσπιση (αντίσταση)•
доблестный труд ηρωική δουλειά.
-
20 замечательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. εξαιρετικός, εξαίρετος, εξαίσιος, έξοχος, θαυμάσιος, υπέροχος, περίφημος, έκτακτος.2. εντυπωσιακός, αξιοπρόσεχτος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐξαιρετός — removable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαίρετος — ἐξαιρετός removable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
εξαιρετός — ή, ό (AM ἐξαιρετός, ή, όν) [εξαιρώ] αυτός που μπορεί να μετακινηθεί από τη θέση του … Dictionary of Greek
εξαίρετος — η, ο επίρρ. α 1. που αποτελεί εξαίρεση, εκλεκτός, επίλεκτος, ξεχωριστός, υπέροχος: Εξαίρετος φίλος. 2. το ουδ. ως ουσ., εξαίρετο (νομ.), κληροδοσία που αφήνεται σε κληρονόμο πέρα από την κληρονομική του μερίδα, το προκληροδότημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαιρετώτατα — ἐξαιρετός removable adverbial superl ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc superl pl ἐξαιρετός removable adverbial superl ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετά — ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc pl ἐξαιρετά̱ , ἐξαιρετός removable fem nom/voc/acc dual ἐξαιρετά̱ , ἐξαιρετός removable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετωτέρῳ — ἐξαιρετός removable masc/neut dat comp sg ἐξαιρετός removable masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετόν — ἐξαιρετός removable masc acc sg ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρέτως — ἐξαιρετός removable adverbial ἐξαιρετός removable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετοί — ἐξαιρετός removable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)