Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εξάδα

См. также в других словарях:

  • εξάδα — η (AM ἑξάς) [ἕξ] σύνολο έξι μονάδων αρχ. ο αριθμός έξι …   Dictionary of Greek

  • εξάδα — η αριθμ. ουσ. (του απόλ. έξι), σύνολο έξι μονάδων ως νέα μονάδα, μισή δωδεκάδα, μισή ντουζίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑξάδα — ἑξάς the number six fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτάς — ἐκτάς, η (Α) η εξάδα …   Dictionary of Greek

  • εξάς — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου. Η ονομασία του αποδόθηκε από τον Εβάλιο, προς τιμήν του εξάντα του Τύχωνος Μπραχέ. Βρίσκεται στα Ν του ζωδιακού κύκλου, κοντά στον Ισημερινό και κάτω από τον αστερισμό του Λέοντα. Αποτελείται από αστέρια …   Dictionary of Greek

  • εξαδικός — ή, ό (Α ἑξαδικός, ή, όν) [εξάς] νεοελλ. αυτός που έχει ως βάση την εξάδα («εξαδικό σύστημα μετρήσεως») αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στον αριθμό έξι, αποτελείται από έξι μονάδες ή εξάδες 2. εξαπλάσιος …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • εξαδικός — ή, ό που έχει ως βάση την εξάδα, τον αριθμό 6 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»