-
1 абзтаб[αμπ'γιντινγιάτ'σα] ρ. ενώνομαι
[αμπ’γιέτκι] ουσ. χληθ. αποφάγιαРусско-греческий новый словарь > абзтаб[αμπ'γιντινγιάτ'σα] ρ. ενώνομαι
-
2 абзтаб[αμπ'γιντινγιάτ'σα] ρ ενώνομαι
[αμπ’γιέτκι] ουσ χληθ. αποφάγιαРусско-эллинский словарь > абзтаб[αμπ'γιντινγιάτ'σα] ρ ενώνομαι
-
3 объединиться
-
4 присоединиться
-
5 соединиться
-
6 соединяться
1. (связываться, скрепляться, сливаться) ενώνομαι, συναρμολογούμαι 2. (получать сообщение, вступать в общение) συνδέομαι 3. (объединяться вместе) ενώνομαι, αναμειγνύομαι 4. (сочетаться одновременно с чём-л., совмещаться) συνδυάζομαι 5. хим. ενώνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соединяться
-
7 соединиться
соединить||ся1. ἐνώνομαι, σμίγω (а.иет.), συνενώνομαι, ἐνοῦμαι/ συνδέομαι (связаться):\соединитьсяся по телефону συνδέομαι μέ τό τηλέφωνο, ἐπικοινωνώ ἀπό τηλεφώνου·2. хим. ἐνώνομαι, συνενοῦμαι. -
8 воссоединить
ρ.σ.μ. (επαν)ενώνω, ενώνω ξανά.(επαν)ενώνομαι, ενώνομαι ξανά, πάλι•семь островов -лись с Грецией в 1864 г. τα Εφτάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1864.
-
9 соединить
ρ.σ.μ.1. συνδέω, (συν)ενώνω•-провода συνδέω τα καλώδια•
соединить мостом συνδέω με γέφυρα•
соединить силы συνενώνω τις δυνάμεις.
|| συναρμολογώ. || μτφ. συνάπτω•соединить браком συνδέω με γάμο,
2. συνδυάζω1• соединить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη•соединить храбрость с хладнокровием συνδυάζω τη γενναιότητα με την ψυχραιμία.
3. (χημ.) ενώνω•соединить водород с кислородом ενώνω το υδρογόνο με το οξυγόνο.
|| αναμειγνύω, ανακατώνω•соединить краски κάνω συνδυασμό χρωμάτων.
1. συνδέομαι, (συν)ενώνομαι•концы вервки -лись οι άκρες της τριχιάς ενώθηκαν•
соединить телефоном συνδέομαι με τηλέφωνο•
соединить браком συνδέομαι με γάμο.
|| συναρμολογούμαι.2. συνδυάζομαι•в нём -лись разнородные способности σ αυτόν συνδυάστηκαν διαφορετικές ικανότητες,
3. (χημ.) ενώνομαι. -
10 подключаться
1. эл. συνδέομαι 2. мех. ενώνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подключаться
-
11 сливаться
(соединяться) ενώνομαι, (ο жидкости) ανακατεύομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сливаться
-
12 объединить
-
13 присоединить
-
14 соединить
-
15 включаться
включ||а́ться(присоединяться) προσχωρώ, παίρνω μέρος, συντάσσομαι, ἐνώνομαι, συμπεριλαμβάνομαι:\включатьсяаться в соцсоревнование παίρνω μέρος στή σοσιαλιστική ἀμιλλα. -
16 объединиться
объединить||ся1. ἐνώνομαι, συνενώνομαι / συνεταιρίζομαι (в товарищество)·2. (сплачиваться) συνασπίζομαι. -
17 присоединиться
присоединить||сяἐνώνομαι, προσχωρώ / τάσσομαι μέ τό μέρος κάποιου (к мнению и т. п.):\присоединитьсяся к общему мнению τάσσομαι μέ τήν γενική γνώμη. -
18 приставать
пристава́тьнесов1. (о судне и т. п.) καταπλέω, προσορμίζομαι, ἀράζὠ2. (прилипать) κολλώ (тж. перен, \приставать о болезни)·3. (присоединяться) ἐνώνομαι, προσχωρώ, συντάσσομαι·4. (надоедать) ἐνοχλώ, φορτώνομαι, κολλώ σέ κάποιον:не \приставатьй! ἄφησέ με ήσυχο!, ξεφορτώσου με! -
19 сливаться
сливать||ся1. (в один поток) ἐνώνομαι, συμβάλλω·2. перен (о звуках, мыслях и т. п.) ἀνακατεύομαι, συμφύρομαι·3. (в одну организацию) συγχωνεύομαι. -
20 gang up with
(to join or act with.) κάνω κόμμα, ενώνομαι με κάποιον
См. также в других словарях:
ενώνομαι — ενώνομαι, ενώθηκα, ενωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ανακοινώνω — (Α ἀνακοινῶ, όω) γνωστοποιώ, αναγγέλλω, πληροφορώ αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. μεταδίδω, μεταβιβάζω 2. συμβουλεύομαι, ρωτώ ΙΙ. μέσ. επικοινωνώ, ενώνομαι, συγκοινωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κοινῶ. ΠΑΡ. ανακοίνωση( ις) νεοελλ. ανακοινωθέν,… … Dictionary of Greek
αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… … Dictionary of Greek
απαρθρούμαι — ἀπαρθροῡμαι ( όομαι) (Α) ενώνομαι με άρθρωση … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
διδυμαρώνω — (Μ) συνδέομαι, ενώνομαι … Dictionary of Greek
ενίζω — (I) ἐνίζω (AM) [ίζω] (αμτβ.) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι, εγκαθίσταμαι κάπου («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται μέσα σε μαραμένο σώμα και ψυχή, Πλάτ.) αρχ. τοποθετώ κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι,… … Dictionary of Greek
ερωτοσμίγω — σμίγω, ενώνομαι ερωτικά … Dictionary of Greek
ζευγαρώνω — [ζευγάριο(ν)] 1. συνδέω ανά δύο, συγκροτώ ζεύγος 2. (για υγρά) ανακατώνω, αναμιγνύω 3. (για ζώα) συνδέω σε ζεύγος για την αναπαραγωγή τού είδους («ζευγαρώνω τα περιστέρια») 3. ενώνομαι με ετερογενή, αποτελώ ερωτικό ζεύγος 4. ζευγαρίζω*, οργώνω … Dictionary of Greek