Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ενόσω

  • 1 ενόσω

    επίρρ. пока; до тех пор;

    ενόσω είμαι εδώ — пока я здесь;

    ενόσω ζω — пока я жив

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενόσω

  • 2 ενόσω

    cе'  додека

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ενόσω

  • 3 ζω

    I τό (πλ. ζδ) животное
    ζω2
    II (ε) —ζεΓς, ζει, ζοΰμε, ζείτε, ζουν и (α) —ζής, ζή, ζωμεν, ζήτε, ζωσι (αόρ. έζησα) 1. αμετ.
    1) жить, существовать, быть живым;

    ενόσω ζω2 — пока я жив;

    2) жить, вести какую-л. жизнь; поддерживать существование;

    ζω2 ευχαριστημένος — быть довольным жизнью; — жить счастливо;

    ζω2 φτωχικά (πλουσιοπάροχα) — жить в бедности (на широкую ногу);

    ζω2 με άνεση ( — или εν ανέσει) — жить в достатке;

    ζω2 με τίς ψευτιές — жить обманом;

    ζει με την ελπίδα он живёт надеждой;
    3) жить, проживать (где-л.);

    ζω2 στην εξοχή — жить на даче;

    4) жить, сожительствовать;

    ζω2 με κάποιον — а) жить вместе с кем-л.; — б) сожительствовать с кем-л.;

    § ζεί και βασιλεύει он живёт и здравствует;
    ζεί και ζαίνει (или ζένεται, ζώνεται) он влачит жалкое существование;

    όσο ζω2 και ζώνομαι — живу, кое-как перебиваясь;

    πού ζείς;
    στα σύννεφα, στον Άρη; ты что, с луны свалился?; 2. μετ. 1) кормить, содержать;

    ζω2 την οικογένειά μου — содержать семью;

    2) переживать, глубоко чувствовать (что-л.);
    αυτό το ζει με όλη του την υπαρξη он это чувствует всем своим существом; 3) лично пережить, испытывать на себе; εζησε τον αποκλεισμό он пережил блокаду; 4) осуществлять на деле, претворять в жизнь;

    ζω2 την φιλαλήθεια — быть правдолюбом не на словах, а на деле;

    5) жить, прожить (какимлибо образом);

    ζω2 βίον — или ζω2 ζωή — прожить, провести жизнь;

    ζω2 ζωή αφρόντιστη — прожить беззаботно;

    ζω2 βίον πλήρη στερήσεων — прожить жизнь полную лишений;

    αυτός (μάλιστα) ξέρει να ζήσει он умеет жить;
    6) (в пожеланиях, поздравлениях с частицей να): πες μου, να ζήσεις! пожалуйста, скажи мне!; να σ6*ς ζήσει (τό παιδί) поздравляю вас с рождением (ребёнка); να ζήσεις χίλια χρόνια желаю тебе долгих лет жизни; να ζήσετε, να γεράσετε желаю вам счастья до самой старости (пожелание новобрачным); γ διά ζώσης устно; έχω να ζήσω у меня всё есть, я обеспечен; πέθανε να σ'άγαπω, ζήσε να μη σε θέλω погов. что имеем не храним, потерявши — плачем

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ζω

  • 4 as long as / so long as

    1) (provided only that: As/So long as you're happy, it doesn't matter what you do.) εφόσον, από τη στιγμή που
    2) (while; during the time that: As long as he's here I'll have more work to do.) όσο, ενόσω

    English-Greek dictionary > as long as / so long as

См. также в других словарях:

  • ενόσω — σύνδ., ενώ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… …   Dictionary of Greek

  • κενοτάφιο — Συμβολικός τάφος που δεν περιέχει νεκρό· μνημείο που ανεγείρεται σε ανάμνηση εξαφανισμένου. Η ανέγερση κ. αποτελούσε τελετουργική συνήθεια πολλών λαών της αρχαιότητας και βασιζόταν στην πεποίθηση ότι οι ψυχές των άταφων νεκρών δεν μπορούσαν να… …   Dictionary of Greek

  • μέχριπερ — και μέχρι περ (Α) (σύνδ.) 1. (με οριστ. ή υποτ. με το αν) 1. εφόσον, ενόσω («μέχρι περ ἡ τοῡ θεοῡ φύσις αὐτοῑς ἐξήρκει», Πλάτ.) 2. ωσότου, μέχρι («μέχριπερ ἐξ ἀνθρώπων ἀπήλθεν», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέχρι + περ βεβαιωτικό μόριο] …   Dictionary of Greek

  • παιδοκτονία — η (ΑΜ παιδοκτονία) [παιδοκτόνος] φόνος παιδιού νεοελλ. (νομ.) η εκ προθέσεως θανάτωση παιδιού από τη μητέρα του κατά τη διάρκεια τού τοκετού ή μετά τον τοκετό και ενόσω η μητέρα τελεί υπό την επήρεια τών ψυχοσωματικών και διανοητικών συνεπειών… …   Dictionary of Greek

  • υποσιγώ — άω, Α [σιγῶ] σιγώ, σωπαίνω ενόσω γίνεται κάτι …   Dictionary of Greek

  • Βονιφάτιος — I Όνομα παπών της Ρώμης. 1. Β. Α’ (; – 422). Πάπας της Ρώμης (418 422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • καθαρτήριo — Ο υπεργήινος τόπος όπου παραμένουν οι ψυχές για να καθαρθούν πριν εισέλθουν στον παράδεισο,σύμφωνα μετην Καθολική Εκκλησία. Η διδασκαλία για το κ., καθορισμένη και επιβεβλημένη ως αλήθεια πίστης από τις συνόδους Φλωρεντίας και Τριδέντου,… …   Dictionary of Greek

  • ενώ — και ενόσω 1. (χρον. επίρρ. για δήλωση πράξης που γίνεται σύγχρονα με άλλη), όταν, καθώς, εκεί που: Τα λέγαμε, ενώ περπατούσαμε. 2. (σύνδ. αντιθετικός), αν και, μολονότι, αφού: Ενώ δεν ξέρει κολύμπι, κάνει μπάνιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»