Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εντυπωσιακός

См. также в других словарях:

  • εντυπωσιακός — ή, ό αυτός που δημιουργεί ή αφήνει ζωηρές, έντονες εντυπώσεις, εντυπωτικός …   Dictionary of Greek

  • εντυπωσιακός, -ή — ό επίρρ. ά που προκαλεί εντύπωση (βλ. λ., 2), που προξενεί ζωηρή αίσθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυτιλήνης — Η αρχαιολογική συλλογή του Μουσείου Μυτιλήνης στεγάζεται σε δύο κτίρια. Το παλαιότερο (Αργύρη Εφταλιώτη 7 & 8ης Νοεμβρίου) στεγάζει ευρήματα από τα προϊστορικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ στο νεότερο (8ης Νοεμβρίου) παρουσιάζονται ευρήματα των… …   Dictionary of Greek

  • Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • 2008–09 Cypriot First Division — Cypriot First Division Season 2008–09 Champions APOEL 20th Cypriot championship Relegated Alki AEK Atromitos Champions League APOEL UEFA Eu …   Wikipedia

  • αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροφάνταχτος — η, ο 1. ο αλαφροφαντασμένος* 2. ο αλαφρόστοιχος 3. (για κεντήματα) ο εντυπωσιακός μέσα στην απλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + φανταχτός] …   Dictionary of Greek

  • αντιληπτικός — ή, ό (AM ἀντιληπτικός, ή, ό) αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να συλλαμβάνει εύκολα κάτι με τον νου ή τις αισθήσεις μσν. εκείνος που μπορεί να παρέχει βοήθεια αρχ. 1. (για φυτά) αυτό που μπορεί να πιαστεί από κάπου, να αναρριχηθεί… …   Dictionary of Greek

  • δημοσιογραφισμός — ο ο πρόχειρος, εντυπωσιακός τρόπος γραψίματος …   Dictionary of Greek

  • δραματικός — ή, ό (AM δραματικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δράμα νεοελλ. 1. εντυπωσιακός, με αιφνιδιαστικές αλλαγές και δημιουργία κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» κ.λπ.) 2. αυτός που πάλλεται από συγκίνηση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»