-
1 внушительный
-
2 эффектный
-
3 внушительный
внуш||ительныйприл ἐπιβλητικός, ἐντυπωσιακός:\внушительныйи́тельный той (вид) ὁ ἐπιβλητικός τόνος (ὔφος)· \внушительныйи́-тельные размеры οἱ ἐπιβλητικές διαστάσεις. -
4 сенсационный
сенс||ационныйприл ἐντυπωσιακός, ἐντυπωτικός, ὁ προξενῶν ἀϊσθησιν:\сенсационныйаци-о́нные новости τά ἐντυπωσιακά νέα. -
5 широковещательный
широковещательн||ыйприл1. радио:\широковещательныйая станция ὁ ραδιοφωνικός σταθμός, ὁ ραδιοπομπός·2. перен πομπώδης, ἐντυπωσιακός:\широковещательныйая реклама ἡ ἐντυπωσιακή ρεκλάμα, ἡ θορυβώδης ρεκλάμα. -
6 эффектный
эффектныйприл ἐντυπωσιακός, πού προκαλεί ἐντύπωση, πού κάνει ἐφέ. -
7 внушительный
[βνουσύτιλ'νυϊ] εκ. εντυπωσιακός -
8 сенсационный
[σινσατσυόννυϊ] εκ. εντυπωσιακός -
9 эффектный
[εφφιέκτνυΐ] εκ. εντυπωσιακός -
10 внушительный
[βνουσύτιλ'νυϊ] επ εντυπωσιακός -
11 сенсационный
[σινσατσυόννυϊ] επ εντυπωσιακός -
12 эффектный
[εφφιέκτνυϊ] επ εντυπωσιακός -
13 броский
επ., βρ: -сок, -ска, -скоχτυπητός, εντυπωσιακός, φανταχτερός•броский цвет χτυπητό χρώμα.
-
14 внушительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноεντυπωτικός, εντυπωσιακός• εμπνευσμένος•-ая речь εμπνευσμένος λόγος.
|| επιβλητικός•-ая фигура επιβλητική μορφή•
внушительный рост επιβλητικό ανάστημα.
-
15 впечатляющий
επ. από μτχ.εντυπωσιακός• εντυπωτικός. -
16 глазастый
επ., βρ: -заст, -а, -о.1. βοϊβομάτης, βοώπης.2. οξυδερκής.3. (απλ.) χτυπητός στα μάτια, εντυπωσιακός•глазастый ситчик χτυπητό τσιτάκι.
-
17 замечательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. εξαιρετικός, εξαίρετος, εξαίσιος, έξοχος, θαυμάσιος, υπέροχος, περίφημος, έκτακτος.2. εντυπωσιακός, αξιοπρόσεχτος. -
18 казистый
επ., βρ: -ист, -а, -о παλ. εντυπωσιακός, ευειδής, με ωραίο παρουσιαστικό όμορφος. -
19 казовый
επ.εντυπωσιακός, εμφαντικός•конец εντυπωσιακό τέλος.
-
20 крикливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. κραυγαστής, φωνακλάς, φωνασκός.2. βροντερός, διαπεραστικός, διάτορος.3. μτφ. φανταχτερός, χτυπητός, εντυπωσιακός•-ая реклама φανταχτερή ρεκλάμα.
4. θορυβώδης• κραυγαλέος. || υβριστής.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εντυπωσιακός — ή, ό αυτός που δημιουργεί ή αφήνει ζωηρές, έντονες εντυπώσεις, εντυπωτικός … Dictionary of Greek
εντυπωσιακός, -ή — ό επίρρ. ά που προκαλεί εντύπωση (βλ. λ., 2), που προξενεί ζωηρή αίσθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυτιλήνης — Η αρχαιολογική συλλογή του Μουσείου Μυτιλήνης στεγάζεται σε δύο κτίρια. Το παλαιότερο (Αργύρη Εφταλιώτη 7 & 8ης Νοεμβρίου) στεγάζει ευρήματα από τα προϊστορικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ στο νεότερο (8ης Νοεμβρίου) παρουσιάζονται ευρήματα των… … Dictionary of Greek
Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… … Dictionary of Greek
2008–09 Cypriot First Division — Cypriot First Division Season 2008–09 Champions APOEL 20th Cypriot championship Relegated Alki AEK Atromitos Champions League APOEL UEFA Eu … Wikipedia
αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… … Dictionary of Greek
αλαφροφάνταχτος — η, ο 1. ο αλαφροφαντασμένος* 2. ο αλαφρόστοιχος 3. (για κεντήματα) ο εντυπωσιακός μέσα στην απλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + φανταχτός] … Dictionary of Greek
αντιληπτικός — ή, ό (AM ἀντιληπτικός, ή, ό) αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να συλλαμβάνει εύκολα κάτι με τον νου ή τις αισθήσεις μσν. εκείνος που μπορεί να παρέχει βοήθεια αρχ. 1. (για φυτά) αυτό που μπορεί να πιαστεί από κάπου, να αναρριχηθεί… … Dictionary of Greek
δημοσιογραφισμός — ο ο πρόχειρος, εντυπωσιακός τρόπος γραψίματος … Dictionary of Greek
δραματικός — ή, ό (AM δραματικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δράμα νεοελλ. 1. εντυπωσιακός, με αιφνιδιαστικές αλλαγές και δημιουργία κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» κ.λπ.) 2. αυτός που πάλλεται από συγκίνηση… … Dictionary of Greek