-
1 εντρέπομαι
(αόρ. εντράπηκα ) μετ., αμετ. стыдиться; стесняться, смущаться;εντρέπομαι τον κόσμο γιά λογαριασμό σου — мне стыдно перед людьми за тебя
-
2 ἐντρέπομαι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐντρέπομαι
-
3 εντράπηκα
αόρ. от εντρέπομαι
См. также в других словарях:
εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… … Dictionary of Greek
ἐντρέπομαι — ἐντρέπω turn about pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάντροπος — η, ο αυτός που δεν αισθάνεται ντροπή, συστολή, αναιδής, ξετσίπωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δι εντρέπομαι ή < επίθ. αδιάτροπος, παράλλ. τ. τού αδιάτρεπτος: το ν από επίδραση του εντρέ πομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαντροπεύομαι, αδιαντροπιά] … Dictionary of Greek
γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… … Dictionary of Greek
εντρέπω — ἐντρέπω (Α) βλ. εντρέπομαι … Dictionary of Greek
συνεντρέπομαι — Μ ντρέπομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐντρέπομαι «νιώθω ντροπή»] … Dictionary of Greek
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek
ԱՄԱՉԵՄ — (եցի.) NBH 1 0052 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c չ. αἱσχύνομαι, καταισχύνομαι, ἑντρέπομαι pudefio, erubeso, perturbor Ամօթ կրել. զամօթի հարկանիլ. պատկառիլ. շառագունիլ. խռովիլ. ամըչնալ, խպնիլ, կարմրիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԱՏԿԱՌԵՄ — (եցի.) NBH 2 0612 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c չ. որ եւ ՊԱՏԿԱՌԻՄ. ἑντρέπω, ἑντρέπομαι , αἱσχύνομαι erubesco, revereor, pudefio, pudet me. Ամաչել ամօթխածութեամբ. ակնածել. յարգանօք երկնչել. եւ Զամօթի հարկանիլ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԱՐՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0644 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c գ. ἤττημα, ἦττα, ἦσσα adversum praelium, clades. Պարտիլն. յաղթիլն. վանումն. ... *Պարտութիւն նոցա՝ մեծութիւն հեթանոսաց. Հռ. ՟Ծ՟Ա. 12: Պարտիլն ինքեան յինքենէ՝ յամենայն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)