Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εντερική

См. также в других словарях:

  • γιαρδίαση — Εντερική λοίμωξη από έναν τύπο μονοκύτταρου παρασίτου (γιαρδιάλάμβλια η εντερική), που συνήθως συνοδεύεται από γαστρεντερικές ενοχλήσεις και διάρροια …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • αιματίτης — Ορυκτό του σιδήρου (Fe2O3) που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τριγωνικού συστήματος. Ο α. παρουσιάζεται συχνά σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, που πολλές φορές έχουν ποικίλη εξωτερική εμφάνιση: συσσωματώματα με ινώδη ακτινωτό ιστό, μορφές… …   Dictionary of Greek

  • εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… …   Dictionary of Greek

  • εντερικός — ή, ό (AM ἐντερικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική πάθηση») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) τὰ ἐντερικά ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων …   Dictionary of Greek

  • εντερομυΐαση — η εντερική πάθηση που οφείλεται στην εισαγωγή ωαρίων μυιών μέσα στο πεπτικό σύστημα και χαρακτηρίζεται από σφοδρά δυσεντερικά φαινόμενα …   Dictionary of Greek

  • ερυθρομυκίνη — Αντιβιοτικό με ευρύ φάσμα, που παράγεται βασικά από το μανιτάρι ακτινομύκης ο ερυθρός. Είναι εξαιρετικά δραστική για τα πιο πολλά θετικά κατά Γκραμ βακτήρια (σταφυλόκοκκους, στρεπτόκοκκους, πνευμονιόκοκκους κ.ά.) αλλά και για μερικά αρνητικά κατά …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… …   Dictionary of Greek

  • οστεομαλακία — (Ιατρ.). Πλημμελής ασβεστοποίηση των οστών, εξαιτίας ελαττωματικής εναπόθεσης αλάτων ασβέστιου στην οστεοειδή ουσία, που οφείλεται σε ανεπαρκή περιεκτικότητα των οργανικών υγρών σε φωσφόρο και ασβέστιο. Η ο. μπορεί να είναι δευτεροπαθής από… …   Dictionary of Greek

  • παραφυματίωση — (Ιατρ.). Χρόνια λοιμώδης νόσος των μηρυκαστικών, που χαρακτηρίζεται από ειδικές μεταβολές του εντέρου. Λέγεται και νόσος του Τζόουν. Είναι διαδεδομένη σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Αυστραλίας και της νοτιοανατολικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»