-
1 воплотить
-
2 воплотить
воплотитьсов, воплощать несов ἐνσαρκώνω, ἐνσαρκῶ, δίνω ὑλική μορφή, δίνω ὑλική ὑπόσταση/ προσωποποιώ (олицетворять). -
3 облекать
облекатьнесов1. (одевать во что-л.) уст. ντύνω, ἐνδύω, τυλίγω, περιβάλλω·2. перен (выражать, воплощать в какой-л. форме) ἐκφράζω, ἐνσαρκώνω, δίνω μορφή:\облекать свой мысли в слова ἐκφράζω τίς σκέψεις μου μέ λέξεις·3. перен (властью и т. п.) παρέχω, ἀπονέμω, δίνω:\облекать доверием παρέχω ἐμπιστοσύνη· ◊ \облекать тайной καθιστώ κάτι ἀπόρρητον. -
4 плоть
плот||ьж в разн. знач. ἡ σάρκα, ἡ σαρξ· ◊ \плоть от \плотьи σαρξ ἐκ τής σαρκός, σάρκα ἀπό τή σάρκα, γέννημα καί θρέμμα· облекать в \плоть и кровь ἐνσαρκώνω, ἐνσωματώνω· войти в \плоть и кровь μπαίνω μέσα στό αίμα -
5 embody
-
6 воплотить
[βαπλατίτ'] ρ. ενσαρκώνω -
7 воплотить
[βαπλατίτ'] ρ ενσαρκώνω -
8 воплотить
-ощу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ощенный, эр-щен, щена, -щеноρ.σ.μ.ενσαρκώνω, ενσωματώνω, προσωποποιώ. || πραγματοποιώ.εκφρ.воплотить в жизнь – εφαρμόζω (πραγματοποιώ) στη ζωή.ενσαρκώνομαι κλπ. ρ. ενργ. φ. -
9 облечь
облечь 1-еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. облк, -лекла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. παλ. ντύνω, περιβάλλω με ένδυμα τυλίγω.2. καλύπτω, σκεπάζω, περιτυλίγω. || μτφ. δίνω, εξουσιοδοτώ•-властью περιβάλλω με εξουσία•
облечь сливой περιβάλλω με δόξα.
|| εκφράζω, ενσαρκώνω.εκφρ.облечь доверием – περιβάλλω με εμπιστοσύνη•облечь тайной – περιβάλλω με μυστικότητα ή με μυστήριο.1. ντύνομαι.2. μτφ. περιβάλλομαι•ореолом περιβάλλομαι με φωτοστέφανο.
|| εκφράζομαι, ενσαρκώνομαι (για λόγο, λέξεις κλπ.),.облечь 2-ляжет, -лягут, παρλθ. χρ. облёг, -легла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облёгший ρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω•тучи -ли небо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό.
2. παλ. πολιορκώ. -
10 плоть
-и θ.1. παλ. σάρκα, σώμα•изнуришь плоть постом εξαντλώ το σώμα με νηστεία.
2. μτφ. ενσάρκωση.εκφρ.во -и – στο σώμα, στη σάρκα•плоть и кровь чья; плоть от -и – α) παλ. γνήσιο τέκνο, σάρκα και αίμα, σάρκα από σάρκα, β) ενσάρκωση• γέννημα και θρέμμα•войти в -и кровь – μπαίνω στη σάρκα και στο αίμα (αφομοιώνομαι πλήρως)•облечь в плоть и кровь ή -ью и кровью – ενσαρκώνω, προσδίνω σάρκα και οστά•облечься в плоть и кровь ή -ью и кровью – ενσαρκώνομαι, παίρνω σάρκα και οστά. -
11 embody
1) εκφράζω2) ενσαρκώνω3) ενσωματώνω4) συσσωματώνω
См. также в других словарях:
ενσαρκώνω — ενσαρκώνω, ενσάρκωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενσαρκώνω — και ενσαρκώ (Μ ἐνσαρκῶ, όω) [ένσαρκος] δίνω σάρκα, ανθρώπινη υπόσταση νεοελλ. 1. πραγματοποιώ, δίνω υλική υπόσταση 2. εμφανίζω κάτι αφηρημένο σαν απτό, υλικό σώμα 3. (για πρόσ.) παρουσιάζομαι ως η υλική φανέρωση μιας ιδέας («ενσαρκώνει τις… … Dictionary of Greek
ενσαρκώνω — ενσάρκωσα, ενσαρκώθηκα, ενσαρκωμένος, μτβ. 1. δίνω σάρκες, δηλ. υλική υπόσταση, σε κάτι ή σε κάποιον: Ο Υιός του Θεού ενσαρκώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. 2. μτφ., εμφανίζω κάτι τόσο απτά, σαν να το υλοποιώ (να του δίνω σάρκα και οστά): Στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενσωματώνω — (AM ἐνσωματῶ, όω) [σωματώ] ενσαρκώνω, αποτελώ την υλική υπόσταση ή το υπόδειγμα μιας έννοιας, αξίας κ.λπ. νεοελλ. συνενώνω ή παρεμβάλλω στοιχεία ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα ή ένα οργανικό σύνολο … Dictionary of Greek
μετενσαρκώνω — μετεμψυχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ενσαρκώνω «δίνω σάρκα»] … Dictionary of Greek
προαποσαρκώ — όω, Α ενσαρκώνω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποσαρκοῦμαι «αφαιρώ τη σάρκα, ενσαρκώνομαι»] … Dictionary of Greek
σωματίζω — Α [σῶμα, σώματος] 1. περιβάλλω με σώμα, ενσαρκώνω 2. καταγράφω σε επίσημο βιβλίο 3. διατυπώνω σε μορφή αποδεικτικού εγγράφου … Dictionary of Greek
σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
σωματώ — όω, ΜΑ [σῶμα, σώματος] 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική φύση σε κάτι, ενσαρκώνω («ὁ Λόγος ἑαυτὸν ἐσωμάτωσε», Καισ. Ναζ.) 2. παθ. σωματοῡμαι όομαι γίνομαι στερεότερος, υλικότερος (α. «ὀποὶ σωματωθέντες», Θεόφρ. β. «τὸν ἀέρα σωματοῡσθαι»,… … Dictionary of Greek
υποσωματώ — όω, Α δυναμώνω, ανανεώνω βαθμιαία το σώμα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σωματῶ «προσδίδω υπόσταση, ενσαρκώνω» (< σῶμα, σώματος)] … Dictionary of Greek
υποτραγωδώ — έω, ΜΑ ενσαρκώνω δευτερεύον πρόσωπο σε τραγωδία (| αρχ. απαγγέλλω σαν να παίζω τραγωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τραγῳδῶ «παρουσιάζω τραγωδία, απαγγέλλω με τραγικό τόνο»] … Dictionary of Greek