-
1 ενοχοποιώ
[энохопио] р. вменять в вину.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενοχοποιώ
-
2 винить
-
3 обвинить
-
4 инкриминирование
η ενοχοποίηση, -ть ενοχοποιώ, κατηγορώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инкриминирование
-
5 винить
винитьнесов κατηγορώ, ἐνοχοποιώ, θεωρώ ὑπεύθυνο/ μέμφομαι, κατακρίνω (упрекать):некого в этом \винить γι ' αὐτό δέν φταίει κανένας. -
6 инкриминировать
инкриминироватьсов и несов ἐνοχοποιώ, κατηγορώ γιά ἔγκλημα. -
7 винить
-
8 инкриминировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.(με δοτ.) ενοχοποιώ, κατηγορώ για έγκλημα.ενοχοποιούμαι, κατηγορούμαι για έγκλημα. -
9 обвинять
ρ.δ., παθ. μτχ. ενστ. обвиняемый.1. μ. κατηγορώ, αποδίδω κατηγορία ενοχοποιώ•его -ют несправедливо τον κατηγορούν άδικα•
обвинять в преступлении κατηγορώ για έγκλημα•
взаимно обвинять αντεκαλώ, αντικατηγορώ.
|| διώκω δικαστικά. || μέμφομαι, ψέγω, επικρίνω•обвинять в лицемерии κατηγορώ για υποκρισία.
2. κατηγορώ, μιλώ σαν εισαγγελέας.κατηγορούμαι.
См. также в других словарях:
ενοχοποιώ — ενοχοποιώ, ενοχοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενοχοποιώ — (AM ἐνοχοποιῶ, έω) καθιστώ, θεωρώ, χαρακτηρίζω κάποιον ένοχο μσν. 1. αναλαμβάνω την υποχρέωση 2. είμαι υπεύθυνος για κάποιον … Dictionary of Greek
ενοχοποιώ — ενοχοποίησα, ενοχοποιήθηκα, ενοχοποιημένος, μτβ., θεωρώ κάποιον ένοχο αξιόποινης πράξης, τον κατηγορώ ως υπαίτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλενοχοποιούμαι — ( έομαι) και αλληλο ενοχοποιώ κάποιον και ενοχοποιούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + ενοχοποιώ (ούμαι)] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… … Dictionary of Greek
ενοχοποίηση — η η επίρριψη σε κάποιον τής ενοχής για αξιόποινη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
ενοχοποιητικός — ή, ό αυτός που συντελεί ώστε να θεωρηθεί ένοχος κάποιος («ενοχοποιητικά στοιχεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
επαιτιώμαι — ἐπαιτιῶμαι, άομαι (Α) (αποθ.) 1. κατηγορώ κάποιον για κάτι, τού επιρρίπτω ευθύνες, τόν θεωρώ αίτιο για κάτι, τόν ενοχοποιώ («οὐκ ἔχειν ὅντινα ἐπαιτιᾱται», Ηρόδ.) 2. παραπονιέμαι για κάτι («τήν τε ἰδίαν συμφοράν [τῆς φυγῆς] ἐπητιάσαντο», Θουκ.) 3 … Dictionary of Greek
καθυποβάλλω — (AM καθυποβάλλω) (επιτατ. τού υποβάλλω) υποβάλλω κάποιον σε κάτι («καθυποβάλλω ἀριθμῷ» μετρώ, υποβάλλω σε αρίθμηση, Μάρκ. Διάκ.) νεοελλ. φρ. «καθυποβάλλω τα σέβη μου» χαιρετισμός σε αξιοσέβαστο πρόσωπο μσν. 1. απονέμω, εκχωρώ, παραχωρώ 2.… … Dictionary of Greek
καταμαρτυρώ — (AM καταμαρτυρῶ, έω) μαρτυρώ εναντίον κάποιου, καταθέτω ενώπιον δικαστικής αρχής σε βάρος κάποιου, καταθέτω δυσμενή μαρτυρία για κάποιον, ενοχοποιώ αρχ. 1. παθ. καταμαρτυροῡμαι, έομαι α) δίδονται μαρτυρίες εις βάρος μου β) (για μαρτυρία) φέρομαι… … Dictionary of Greek