Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ενοχοποιώ

См. также в других словарях:

  • ενοχοποιώ — ενοχοποιώ, ενοχοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενοχοποιώ — (AM ἐνοχοποιῶ, έω) καθιστώ, θεωρώ, χαρακτηρίζω κάποιον ένοχο μσν. 1. αναλαμβάνω την υποχρέωση 2. είμαι υπεύθυνος για κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ενοχοποιώ — ενοχοποίησα, ενοχοποιήθηκα, ενοχοποιημένος, μτβ., θεωρώ κάποιον ένοχο αξιόποινης πράξης, τον κατηγορώ ως υπαίτιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλληλενοχοποιούμαι — ( έομαι) και αλληλο ενοχοποιώ κάποιον και ενοχοποιούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + ενοχοποιώ (ούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… …   Dictionary of Greek

  • ενοχοποίηση — η η επίρριψη σε κάποιον τής ενοχής για αξιόποινη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • ενοχοποιητικός — ή, ό αυτός που συντελεί ώστε να θεωρηθεί ένοχος κάποιος («ενοχοποιητικά στοιχεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • επαιτιώμαι — ἐπαιτιῶμαι, άομαι (Α) (αποθ.) 1. κατηγορώ κάποιον για κάτι, τού επιρρίπτω ευθύνες, τόν θεωρώ αίτιο για κάτι, τόν ενοχοποιώ («οὐκ ἔχειν ὅντινα ἐπαιτιᾱται», Ηρόδ.) 2. παραπονιέμαι για κάτι («τήν τε ἰδίαν συμφοράν [τῆς φυγῆς] ἐπητιάσαντο», Θουκ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • καθυποβάλλω — (AM καθυποβάλλω) (επιτατ. τού υποβάλλω) υποβάλλω κάποιον σε κάτι («καθυποβάλλω ἀριθμῷ» μετρώ, υποβάλλω σε αρίθμηση, Μάρκ. Διάκ.) νεοελλ. φρ. «καθυποβάλλω τα σέβη μου» χαιρετισμός σε αξιοσέβαστο πρόσωπο μσν. 1. απονέμω, εκχωρώ, παραχωρώ 2.… …   Dictionary of Greek

  • καταμαρτυρώ — (AM καταμαρτυρῶ, έω) μαρτυρώ εναντίον κάποιου, καταθέτω ενώπιον δικαστικής αρχής σε βάρος κάποιου, καταθέτω δυσμενή μαρτυρία για κάποιον, ενοχοποιώ αρχ. 1. παθ. καταμαρτυροῡμαι, έομαι α) δίδονται μαρτυρίες εις βάρος μου β) (για μαρτυρία) φέρομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»