-
1 kira
ενοίκιο, νοίκι, μίσθαίμα -
2 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
3 квартплата
квартплата ж (квартирная плата) το ενοίκιο, το νοίκι* * *ж(кварти́рная пла́та) το ενοίκιο, το νοίκι -
4 напрокат
-
5 аренда
аренд||аж1. ἡ ἐκμίσθωση [-ις], ἡ ἐνοικίαση [-ις] (помещения) / τό πάκτωμα (земли):сдава́ть в \арендау ἐκμισθώνω, ἐνοικιάζω σέ κάποιον брать в \арендау μισθώνω, παίρνω μέ ἐνοίκιο, ἐνοικιάζω;2. (арендная плата) τό ἐνοίκιο, τό νοίκι (за помещение)^ πάκτωμα (за землю). -
6 квартирный
επ.1. του διαμερίσματος, της κατοικίας•-ая плата το ενοίκιο•
квартирный вопрос ζήτημα κατοικίας.
2. του καταλύματος.3. ουσ. πλθ. -не το ενοίκιο (τα χρήματα). -
7 внаём
με ενοίκιοсдавать - ενοικιάζω, εκμισθώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внаём
-
8 внаймы
με ενοίκιοсдавать - ενοικιάζω, εκμισθώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внаймы
-
9 напрокат
με νοίκιμε ενοίκιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > напрокат
-
10 рента
1. эк. το ενοίκιο, το μίσθωμα 2. (доход от капиталовложений) το εισόδημα, ο «πόρος», η (οικονομική) πρόσοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рента
-
11 арендный
аренд||ныйприл μισθωτικός:\арендныйная плата а) τό μίσθωμα, б) τό ἐνοίκιο, τό νοίκι (за помещение). в) τό πάκτωμα (за землю); \арендныйный договор τό ἐνοικιαστήριο. -
12 давать
дава||тьнесов1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):\давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:\даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·2. (дать поймать себя) πιάνομαι:не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν. -
13 квартплата
квартплатаж τό νοίκι, τό ἐνοίκιο[ν]. -
14 плата
плат||аж ἡ πληρωμή:арендная \плата τό ἐνοίκιον, τό πάχτος· квартирная \плата τό ἐνοίκιο[ν], τό νοίκι· заработная \плата ὁ μισθός, ἡ μισθοδοσία, οἱ ἀποδοχές· \плата за вход ἡ τιμή ἐΐσόδοο, τό είσιτήριο[ν]· \плата· за обучение τά δίδακτρα· поденная \плата· τό ήμερομίσθιο[ν], τό [ή]μεροδοῦλι, τό μεροκάματο· за \платау ἐπί πληρωμή. -
15 прокат
прокат I ж τό νοίκιασμα, ἡ ἐνοικίαση[-ις]:брать на \прокат παίρνω μέ νοίκι, νοικιάζω, μισθώνω· давать на \прокат δίνω μέ ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον, ἐκμισθώνω· плата за \прокат τό νοίκι· \прокат фильмов τό νοίκιασμα τῶν κινηματογραφικών ταινιών.прокат IIм тех.1. (действие) ἡ ἐλασματοποίηση·2. (изделия) τά ἐλάσματα -
16 квартплата
[κβαρτπλάτα] ουσ. θ. ενοίκιο -
17 квартплата
[κβαρτπλάτα] ουσ θ ενοίκιο -
18 аренда
-ы θ.1. εκμίσθωση, μίσθωση, ενοικίαση•взять в -у дом νοικιάζω σπίτι•
сдать в -у εκμισθώνω, νοικιάζω•
долгосрочная аренда μακροπρόθεσμη εκμίσθωση ή ενοικίαση•
выгодная аренда συμφέρουσα εκμίσθωση.
2. το ενοίκιο, το εκμίσθωμα. || πάχτωμα. -
19 арендатор
-а α.ενοικιαστής, ο παίρνων τι με ενοίκιο. -
20 арендовать
-дую, -дуешь, ρ.δ.κ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. арендованный, βρ: -ван, -а, -о(ε)νοικάζω, μισθώνω, παίρνω με ενοίκιο.(ε)νοικιάζομαι, μισθώνομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ενοίκιο — ενοίκιο, το και νοίκι, το το χρηματικό ποσό που δίνεται για την ενοικίαση, το μίσθωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… … Dictionary of Greek
ενοικιάζω — και νοικιάζω (Μ ἐνοικιάζω και νοικιάζω [ενοίκιον] 1. παρέχω ως ιδιοκτήτης κάτι με ενοίκιο, εκμισθώνω 2. παίρνω ως ενοικιαστής κάτι με ενοίκιο, μισθώνω 3. (για τα ενοικιαζόμενα) παρέχομαι, δίνομαι σε κάποιον με ενοίκιο … Dictionary of Greek
μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… … Dictionary of Greek
αναμισθώνω — (Α ἀναμισθοῡμαι, όομαι) 1. (για ιδιοκτήτες) μισθώνω εκ νέου, δίνω πάλι κάτι παίρνοντας ενοίκιο, ξαναμισθώνω 2. (για ενοικιαστές) νοικιάζω πάλι, παίρνω κάτι ξανά δίνοντας ενοίκιο, ξανανοικιάζω (στα αρχ. σε χρ. το παθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + μισθώνω … Dictionary of Greek
μίσθωμα — και μίστωμα, το (ΑΜ μίσθωμα) [μισθώνω] το συμφωνημένο χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο ενοικιαστής μισθωτής στον ιδιοκτήτη εκμισθωτή ως αντάλλαγμα για τη χρήση κινητού ή ακίνητου πράγματος, το ενοίκιο, η συμφωνημένη τιμή τής μίσθωσης (α. «το… … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
τεκμαρτός — ή, ό / τεκμαρτός, ή, όν, ΝΜΑ [τεκμαίρομαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει, να συναγάγει ως συμπέρασμα από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του νεοελλ. φρ. α) «τεκμαρτό εισόδημα» το εισόδημα που προσδιορίζεται με υπολογισμό βάσει… … Dictionary of Greek
(ε)νοικιάζω — (ε)νοίκιασα, (ε)νοικιάστηκα, (ε)νοικιασμένος, μτβ. 1. μισθώνω, παίρνω κάτι με ενοίκιο ως ενοικιαστής, ως νοικάρης, το πιάνω: Ήρθα με νοικιασμένο αυτοκίνητο. 2. εκμισθώνω κάτι ιδιόκτητο σε ξένο με ενοίκιο: Νοίκιασα το διαμέρισμά μου σε υπάλληλο. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek