Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εννοώ

  • 1 εννοώ

    [энноо]р. (ргД) понимать, постигать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εννοώ

  • 2 значить

    значить σημαίνω, εννοώ что это \значитьт? τι σημαίνει αυτό;
    * * *
    σημαίνω, εννοώ

    что э́то зна́чит? — τι σημαίνει αυτό

    Русско-греческий словарь > значить

  • 3 означать

    означать σημαίνω, εννοώ· что \означатьет это слово? τι σημαίνει αυτή η λέξη;
    * * *
    σημαίνω, εννοώ

    что означа́тьет э́то сло́во? — τι σημαίνει αυτή η λέξη

    Русско-греческий словарь > означать

  • 4 понять

    понять καταλαβαίνω· κατανοώ, εννοώ
    * * *
    καταλαβαίνω; κατανοώ, εννοώ

    Русско-греческий словарь > понять

  • 5 разуметь

    ρ.σ.
    1. παλ. καταλαβαίνω, εννοώ•

    разуметь смысл слова καταλαβαίνω το νόημα της λέξης•

    разуметь дело καταλαβαίνω την υπόθεση.

    || γνωρίζω, ξέρω•

    разуметь по-русски γνωρίζω ρωσικά.

    2. υπονοώ, εννοώ, έχω υπόψη• υποσημαίνω•

    что вы -ете под этим выражением? τι εννοείτε με αυτή την έκφραση;

    1. υπονοούμαι, εννοούμαι• υποσημαίνομαι.
    2. ενκ. 3ο πρόσ. ενστ. разумеется εννοείται•

    само собою разумеется είναι αυτονόητο, αυθυπακούετε, εννοείται• δε θέλει ρώτημα.

    Большой русско-греческий словарь > разуметь

  • 6 понимать

    1. см. понять 2. (иметь ту или иную точку зрения на что-л.) εννοώ, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύω 3. (быть сведущим в чём-л.) γνωρίζω (κάτι), είμαι γνώστης.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > понимать

  • 7 вникать

    вникать
    несов, вникнуть сов ἐμβαθύνω, ἐννοῶ, καταλαβαίνω:
    \вникать в слова учителя χωνεύω (или καταλαβαίνω) τά λόγια τοῦ δασκάλου· \вникать в суть дела μπαίνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης.

    Русско-новогреческий словарь > вникать

  • 8 воспринимать

    воспринимать
    несов, воспринять сов δέχομαι/ ἐννοῶ (понимать)/ αίσθάνομαι (чувствовать)/ ἐκλαμβάνω, ἐρμηνεύω (истолковывать)/ ἀφομοιώνω (усваивать).

    Русско-новогреческий словарь > воспринимать

  • 9 подразумевать

    подразумевать
    несов ὑπονοώ, ἐννοώ (μετ.), ὑποδηλώνω.

    Русско-новогреческий словарь > подразумевать

  • 10 поиимать

    поиима||ть
    несов καταλαβαίνω, καταλαμβάνω, ἐννοώ, κατανοώ:
    он ничего́ не \поиимать-ет δέν καταλαβαίνει τίποτα, δέν σκα· μπάζει τίποτε· \поиимать буквально παίρνω κατά λέξιν \поиимать в му́зыке καταλαβαίνω (или νοιώθω) τήν μουσική· ◊ вот это я \поииматью1 разг αὐτό τό καταλαβαίνω!

    Русско-новогреческий словарь > поиимать

  • 11 разбирать

    разбир||ать
    несов
    1. (расхватывать) ἀρπάζω:
    \разбирать товар ἀρπάζω τό ἐμπόρευμα·
    2. (приводить в порядок, рассортировывать) τακτοποιώ:
    \разбирать бумаги τακτοποιώ τά χαρτιά· 3, (на части) διαλύω, ξεμον-τάρω (о механизме)! κατεδαφίζω, ρίχνω, γκρεμίζω (о доме, стене)·
    4. (расследовать дело, вопрос и т. п.) ἐξετάζω, μελετώ/ συζητώ (в суде)·
    5. (распутывать) ξεμπλέκω, ξεκαθαρίζω/ ξεμπερδεύω (ссору)·
    6. (подпись, почерк) βγάζω (τά γράμματα), διαβάζω·
    7. (понимать) καταλαβαίνω, ἐννοώ·
    8. (охватывать \разбирать о чувствах) πιάνω, καταλαμβάνω:
    меня \разбиратьает сомнение μοῦ μπαίνει ἀμφιβολία· его́ \разбиратьает смех τόν πιάνουν τά γέλια· ◊ \разбирать предложение грам. ἀναλύω τήν πρόταση.

    Русско-новогреческий словарь > разбирать

  • 12 разгадывать

    разгадывать
    несов μαντεύω (решать)/ καταλαβαίνω, ἐννοώ (понимать, уяснять):
    \разгадывать загадку λύνω τό αίνιγμα· \разгадывать чьй-л. намерения μαντεύω τίς προθέσεις κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > разгадывать

  • 13 смекн;уть

    смек||н;уть
    сов разг μοῦ κόβει, καταλαβαίνω:
    \смекн;утьну́ть в чем дело καταλαβαίνω (или ἐννοώ) περί τίνος πρόκειται.

    Русско-новогреческий словарь > смекн;уть

  • 14 смыслить

    смысл||ить
    сов (в чем-л.) разг καταλαβαίνω, ἐννοώ, καταλαμβάνω:
    ничего не \смыслить в чем-л. δέν ἔχω καμμιά ἰδέα ἀπό κάτι· он в этом деле ничего́ не \смыслитьит δέν καταλαβαίνει τίποτε ἀπ' αὐτήν τήν ὑπόθεση.

    Русско-новогреческий словарь > смыслить

  • 15 соображать

    соображать
    несов
    1. (размышлять) σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι· 2.. (понимать) καταλαβαίνω, ἐννοώ, ἀντιλαμβάνομαι:
    хорошо́ \соображать κόβει τό μυαλό μου· плохо \соображать δέν μου κόβει πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > соображать

  • 16 уяснить

    уяснить
    сов, уяснять несов ξεκαθαρίζω, διευκρινίζω:
    \уяснить себе что-л. ξεκαθαρίζω κάτι στό μυαλό μου· \уяснить себе суть дела ξεκαθαρίζω τήν οὐσία τής ὑπόθεσης· \уяснить смысл чего́-л. ἐννοῶ, καταλαβαίνω τό νόημα

    Русско-новогреческий словарь > уяснить

  • 17 смыслить

    [σμύσλιτ'] ρ. εννοώ, καταλαβαίνω

    Русско-греческий новый словарь > смыслить

  • 18 смыслить

    [σμύσλιτ'] ρ εννοώ, καταλαβαίνω

    Русско-эллинский словарь > смыслить

  • 19 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 20 воспринять

    -иму, -имешь, παρλθ. χρ. -й-нял -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспринятый, βρ: -нят, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. δέχομαι, υποδέχομαι•

    воспринять тепло υποδέχομαι θερμά.

    2. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, νογώ, αφομοιώνω.
    αφομοιώνομαι, γίνομαι καταληπτός, νοητός.

    Большой русско-греческий словарь > воспринять

См. также в других словарях:

  • εννοώ — εννοώ, εννόησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… …   Dictionary of Greek

  • εννοώ — εννόησα, εννοήθηκα, μτβ. 1. έχω στο νου μου, σκέφτομαι, διαλογίζομαι: Εννόησέ το καλά αυτό που άκουσες. 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εμβαθύνω σε κάτι: Δεν είναι εύκολο να εννοήσουμε τη θεωρία της σχετικότητας. 3. αντιλαμβάνομαι τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐννοῶ — ἐννοέω have in one s thoughts pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐννοέω have in one s thoughts pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐννοέω have in one s thoughts pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐννοέω have in one s thoughts pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννόω — ἔννοος thoughlful masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔννοος thoughlful masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἔννους thoughlful masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔννους thoughlful masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννόῳ — ἔννοος thoughlful masc/fem/neut dat sg ἔννους thoughlful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… …   Dictionary of Greek

  • αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… …   Dictionary of Greek

  • εννόημα — ἐννόημα, το (AM) [εννοώ] το αποτέλεσμα τού εννοώ, αντίληψη, μάθηση μσν. 1. σκέψη, διανόημα 2. αίσθημα |Į αρχ. 1. έννοια, σημασία 2. υποκείμενο σκέψεως …   Dictionary of Greek

  • εννόηση — η (AM ἐννόησις) [εννοώ] η ενέργεια τού εννοώ νόηση, σκέψη, διανόηση, αντίληψη, παρατήρηση («προς μαθήσεις και εννοήσεις και μελετάς», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • προσσυνίημι — Α εννοώ, καταλαβαίνω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + συνίημι «αντιλαμβάνομαι, εννοώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»