-
1 εννεακόσιοι
αι, α αριθ. девятьсот -
2 девятьсот
-
3 εννιακόσ(ι)οι
ες, α см. εννεακόσιοι -
4 εννιακόσ(ι)οι
ες, α см. εννεακόσιοι
См. также в других словарях:
εννεακόσιοι — και εννιακόσιοι, ες, α (Α ἐν(ν)ακόσιοι, ιων. τ. εἰνακόσιοι, Μ ἐννεακόσιοι και ἐνακόσιοι, αι, α) (βλ. εννακόσιοι και ενακόσιοι) οι εννέα φορές εκατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + κάτιοι (πρβλ. εκατόν) > κόσιοι, όπου το ο είναι αναλογικά προς τα κοντα … Dictionary of Greek
εννιακόσιοι — και εννεακόσιοι, ες, α (Α ἐ(ν)νακόσιοι, αι, α Μ ἐννεακόσιοι, αι, α) 1. απόλ. αριθμητ. που εκφράζει ποσότητα εννέα εκατοντάδων 2. (το ουδ. ως ουσ. για χρονολογία) εννιακόσια αντί για το αντίστοιχο τακτικό («γύρω στο 900 μ.Χ.») 3. ως α συνθετικό… … Dictionary of Greek
εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε … Dictionary of Greek
εννιακόσ(ι)οι, -(ι)ες, -(ι)α — και εννεακόσιοι, ιες, ια που αποτελούν ποσότητα εννιά εκατοντάδων, οι εννιά φορές εκατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)