-
1 ἑνιαῖος
ἑνιαῖος, einfach, D. L. 7, 35.
-
2 ενιαιος
-
3 ἑνιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑνιαῖος
-
4 ἑνιαῖος
-
5 ενιαίος
α, ο[ν] единый, объединённый;ενιαίο σύνολο — единое целое;
§ ενιαία ψήφος право одного избирательного голоса -
6 ενιαίος
[эниэос] επ. целый, единый, цельный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενιαίος
-
7 ενιαίος
[эниэос] επ целый, единый, цельный. -
8 ενιαίος
uniformΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ενιαίος
-
9 ενιαία
ἑνιαίᾱ, ἑνιαῖοςsingle: fem nom /voc /acc dualἑνιαίᾱ, ἑνιαῖοςsingle: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἑνιαίᾱͅ, ἑνιαῖοςsingle: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 единый
единый (объединённый) ενιαίος ◇ все до \единыйого όλοι ανεξαιρέτως* * *( объединённый) ενιαίος••все до еди́ного — όλοι ανεξαιρέτως
-
11 ενιαίας
ἑνιαίᾱς, ἑνιαῖοςsingle: fem acc plἑνιαίᾱς, ἑνιαῖοςsingle: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ἑνιαίας
ἑνιαίᾱς, ἑνιαῖοςsingle: fem acc plἑνιαίᾱς, ἑνιαῖοςsingle: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 ενιαίων
-
14 ἑνιαίων
-
15 ενιαίως
-
16 ἑνιαίως
-
17 налог
ο φόρ/οςльготы на - η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαнеоблагаемый - ом αφορολόγητος, χωρίς φορολογική επιβάρυνσηоблагать - ом φορολογώ, επιβάλλω φόροосвобождение от - ов η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > налог
-
18 единый
еди́н||ыйприл1. (единственный) μόνος, μοναδικός:ни \единыйой души нет δέν ὑπάρχει ψυχή·2. (объединенный) ἐνιαίος:\единый фронт τό ἐνιαίο μέτωπο· \единыйое целое τό ἐνιαΐο σύνολο· ◊ все до \единыйого ὅλοι ὡς τόν τελευταίο, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. -
19 соединенный
соединенн||ый1. прич. от соединить·2. прил ἐνωμένος, ἐνιαίος/ κοινός (общий):\соединенныйыми усилиями μέ κοινές προσπάθειες. -
20 ενιαίαις
См. также в других словарях:
ενιαίος — α, ο (AM ἑνιαῑος, α, ον) αυτός που αποτελεί μια ενότητα, ένα όλον, που περιλαμβάνεται σε μια ενότητα, ο μοναδικός, ο απλός, σε αντιδιαστολή με τον πολλαπλό, τον πολυμερή («ενιαία διοίκηση», «ενιαίο μέτωπο», «ενιαία διαχείριση») μσν. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
ενιαίος — α, ο επίρρ. α που αποτελεί ένα σύνολο, που περιέχεται σε μια ενότητα, μοναδικός, ομοιόμορφος: Ενιαία διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑνιαίων — ἑνιαῖος single fem gen pl ἑνιαῖος single masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνιαίως — ἑνιαῖος single adverbial ἑνιαῖος single masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… … Dictionary of Greek
ἑνιαίαις — ἑνιαῖος single fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνιαίοις — ἑνιαῖος single masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνιαίου — ἑνιαῖος single masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνιαίους — ἑνιαῖος single masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνιαίῳ — ἑνιαῖος single masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek