Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ενθουσιώδη

См. также в других словарях:

  • ἐνθουσιώδη — ἐνθουσιώδης ecstatic neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐνθουσιώδης ecstatic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐνθουσιώδης ecstatic masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πασκάλ, Μπλενζ — (Pascal Blaise, Κλερμόν Φεράν, Oβέρνη 1623 – Παρίσι 1662). Γάλλος φιλόσοφος, επιστήμονας και συγγραφέας. Ο πατέρας του (Ετιέν Πασκάλ), κρατικός αξιωματούχος που είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Μπλεζ έδειξε τόσο πρώιμα …   Dictionary of Greek

  • Μαιμακτηριών — Ο πέμπτος μήνας του αρχαίου αθηναϊκού ημερολόγιου, που αντιστοιχούσε στο σημερινό διάστημα από τα μέσα Οκτωβρίου έως τα μέσα Νοεμβρίου. Ο Αρποκρατίων υποστηρίζει ότι ο μήνας αυτός πήρε την ονομασία του από τον Μαιμάκτη Δία, δηλαδή τον ενθουσιώδη… …   Dictionary of Greek

  • ενθουσιώδης — ες (AM ἐνθουσιώδης, ες) [ενθουσιάζω] 1. ο γεμάτος ενθουσιασμό («οι ενθουσιώδεις κραυγές τού πλήθους») 2. αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα («ενθουσιώδης νεολαία, άνθρωπος, τύπος» κ.λπ.) 3. αυτός που εμπνέεται από ενθουσιασμό. επίρρ... ενθουσιωδώς με …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μαρς — I (Mademoiselle Mars, Παρίσι 1779 – 1847). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Αν Φρανσουά Ιπολίτ Μπουτέ (Anne Francoise Hippolyte Boutet). Προσελήφθη στην Κομεντί Φρανσέζ, στην οποία κατέλαβε προνομιούχα θέση ως πρωταγωνίστρια έως το… …   Dictionary of Greek

  • πανηγυρίζω — Α δ. γρφ. πανηγυράζω και πανηγηριάζω, ΝΜΑ [πανήγυρις] παίρνω μέρος σε πανήγυρη, μετέχω σε ομαδική εορτή, γιορτάζω νεοελλ. 1. εκδηλώνω τη χαρά μου για κάποιο σημαντικό γεγονός με ενθουσιώδη τρόπο, γιορτάζω θριαμβευτικά και επιδεικτικά («θα… …   Dictionary of Greek

  • πανηγυριστής — ο, θηλ. ίστρια, ΝΜΑ [πανηγυρίζω] άτομο που μετέχει σε πανήγυρη, που παίρνει μέρος σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, πανηγυριώτης …   Dictionary of Greek

  • Αβελάρδος, Πέτρος — (Pierre Abelard, Λε Παλέ 1079 – Σαλόν σιρ Σον 1142).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου θεολόγου και φιλοσόφου Πιερ Αμπελάρ. Μαθητής στην αρχή του Ροσλέν και του Γκιγιόμ ντε Σανπό, γίνεται αργότερα, σε ηλικία λίγο μεγαλύτερη από 30 ετών …   Dictionary of Greek

  • Αντρεΐνι, Ισαβέλλα — (Isabella Canali Andreini, Πάντοβα 1562 – Λιόν 1604). Ιταλίδα ηθοποιός. Προερχόταν από τη βενετσιάνικη οικογένεια των Κανάλι, προικισμένη με καταπληκτικό ταλέντο και εξαιρετική ομορφιά. Έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή με τον θίασο των Τζελόζι το …   Dictionary of Greek

  • Αρβάλης, Παναγιώτης — (Τρίπολη 1779 – Βυτίνα 1821).Φιλικός. Έμπορος στο επάγγελμα, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην προετοιμασία του Αγώνα. Το 1819, σε ηλικία 40 ετών, κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Νικηφόρο Παμπούκη και διορίστηκε ταμίας της Εφορείας που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»