-
1 εναεριος
-
2 εναέριος
-
3 εναέριος
[энаэриос] εκ. находящийся в воздухе,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εναέριος
-
4 εναέριος
[энаэриос] επ находящийся в воздухе. -
5 αναγνώριση
[-ις (-εως)] η1) узнавание; опознание; 2) признание, известность;κατακτώ τη γενική αναγνώριση — получать всеобщее признание;
3) воен. рекогносцировка; разведка;εκτελώ (κάνω) αναγνώριση — а) проводить рекогносцировку; — б) вести разведку;
εναέριος (αεροπορική) αναγνώριση — воздушная разведка
-
6 γέφυρα
η прям., перен. мост;πλωτή γέφυρα — понтонный мост κρεμαστή (κινητή) γέφυρα — висячий (разводной) мосг;
αίρομένη ( — или σηκωτή) γέφυρα — подъёмный мост;
εναέριος γέφυρα — воздушный мост;
γέφυρα του καπετάνιου — капитанский мостик;
κάνω ( — или κατασκευάζω) γέφυρα — строить мост;
развести мост;απλώνω γέφυρα перен. — наводить мосты;
η πολιτική των γεφυρών политика наведения мостов -
7 χώρος
ο1) площадь; объём;ο κατοικήσιμος χώρος — жилая площадь;
χώρος του διαμερίσματος — площадь квартиры;
χώρος πέντε κυβικών μέτρων — объём — пять кубических метров;
2) простронство, место;εναέριος (ζωτικός) χώρος — воздушное (жизненное) пространство;
διαστημικός ( — или κοσμικός) χώρος — косми- ческое пространство;
κενός χώρος — безвоздушное пространство;
δεν έχει χώρο στο δωμάτιο — в комнате нет места;
λόγω ελλείψεως χώρου за отсутствием места;3) место, район; 4) тех камера;χώρος καύσεως — камера сгорания;
5) филос. пространство;χώρος καί χρόνος — пространство и время;
εν χωρώ και χρόνω в пространстве и во времени
См. также в других словарях:
εναέριος — α, ο (AM ἐναέριος, ον) αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, μετέωρος («εναέρια συγκοινωνία», «εναέριος σιδηρόδρομος») μσν. 1. ουράνιος 2. ψηλός. επίρρ... εναερίως κατά εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα … Dictionary of Greek
ἐναέριος — ἐνᾱέριος , ἐναέριος in the air masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναέριος, -α — ο επίρρ. α που βρίσκεται, ζει, γίνεται στον αέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπορικός διάδρομος ή αεροδιάδρομος — Εναέριος διάδρομος μέσα στον οποίο κινούνται τα αεροπλάνα, κυρίως για την αποτροπή ατυχημάτων και συγκρούσεων. Οι α.δ. καθορίζονται διεθνώς με γεωγραφικές συντεταγμένες ή με ραδιοναυτιλιακά μέσα και διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες: α) στους … Dictionary of Greek
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
ἐναέριον — ἐνᾱέριον , ἐναέριος in the air masc/fem acc sg ἐνᾱέριον , ἐναέριος in the air neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
ανάερος — (I) η, ο 1. αυτός που στέκεται ή κινείται στον αέρα, εναέριος, μετέωρος 2. αυτός που φαίνεται σαν να στέκεται στον αέρα ή να αποτελείται από αέρα, ανάλαφρος, άυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αέρας]. (II) η, ο [αέρας] αυτός που δεν έχει αέρα, που… … Dictionary of Greek
γεωτροπισμός — Φαινόμενο χαρακτηριστικό για τα διάφορα όργανα των φυτών (ρίζα, βλαστό και φύλλα), η κατεύθυνση των οποίων κατά την αύξησή τους επηρεάζεται από το πεδίο της βαρύτητας. Από τη σύγκριση του γ. και του γεωτακτισμού προκύπτει ότι ο πρώτος δεν είναι… … Dictionary of Greek
ενάερος — η, ο (AM ἐνάερος, ον) εναέριος αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, που δεν διακρίνεται. επίρρ... ενάερα και ανάερα εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα … Dictionary of Greek