Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εμψυχώνω

См. также в других словарях:

  • εμψυχώνω — εμψυχώνω, εμψύχωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εμψυχώνω — και εμψυχώ ( όω) (AM ἐμψυχῶ, Μ και ἐμψυχώνω) 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον ζωντανό, έμψυχο, ζωντανεύω, δίνω ζωή, επαναφέρω στη ζωή («ἐνεψύχωσε δ ὁ γλύπτας τὸν λίθον», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω, τονώνω, δίνω δύναμη, εμπνέω θάρρος («το… …   Dictionary of Greek

  • εμψυχώνω — εμψύχωσα, εμψυχώθηκα, εμψυχωμένος, μτβ., μτφ., δίνω σε κάποιον ψυχή (ζωή), τον κάνω έμψυχο, ζωογονώ (άψυχα), ενθαρρύνω (έμψυχα): Με τα νέα λεωφορεία εμψυχώθηκε η αστική συγκοινωνία. – Ο λοχαγός εμψύχωσε τους στρατιώτες του με πατριωτικό λόγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθαρρύνω — (Α ἀναθαρρύνω και θαρσύνω) 1. δίνω θάρρος, εμψυχώνω, ενθαρρύνω 2. ανακτώ το θάρρος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θαρρύνω, θαρσύνω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθάρρυνση, αναθαρρυντικός] …   Dictionary of Greek

  • αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… …   Dictionary of Greek

  • αναψυχώνω — 1. εμψυχώνω, ενθαρρύνω 2. μέσ. ξαναπαίρνω δυνάμεις …   Dictionary of Greek

  • αποκαρδιώνω — κ. καρδίζω 1. κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, αποθαρρύνω 2. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου, τον απογοητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + καρδιώνω «εμψυχώνω, δίνω θάρρος». Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Θεοχαρόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • διακελεύομαι — (AM) (Μ και διακελεύω) 1. προτρέπω, παρακινώ, δίνω διαταγή 2. πληροφορώ, συμβουλεύω αρχ. (σε αλληλοπάθεια) εμψυχώνω αμοιβαία, ενθαρρύνω αμοιβαία …   Dictionary of Greek

  • εγκαρδιώνω — (Μ ἐγκαρδιώνω και ἐγκαρδιῶ, όω) δίνω θάρρος, εμψυχώνω μσν. εμπιστεύομαι …   Dictionary of Greek

  • εμψύχωση — η (AM ἐμψύχωσις) νεοελλ. 1. ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, αναπτέρωση φρονήματος και θάρρους 2. αναζωογόνηση, τόνωση, ενίσχυση μσν. ζωντάνεμα, επαναφορά στη ζωή αρχ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εμψυχώνω, μετάδοση ζωής, ζωογόνηση …   Dictionary of Greek

  • ενθαρρύνω — δίνω θάρρος, εμψυχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»