Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εμφανιστής

См. также в других словарях:

  • ἐμφανιστής — informer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφανιστής — ο (Α ἐμφανιστής) νεοελλ. χημικό παρασκεύασμα με το οποίο γίνεται η εμφάνιση φωτογραφικών πλακών αρχ. κατήγορος, αυτός που φανερώνει, αποκαλύπτει, καταγγέλλει κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

  • εμφανιστής — ο χημικό λουτρό, με το οποίο γίνεται η εμφάνιση των φωτογραφικών πλακών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ἐμφανιστάς — ἐμφανιστά̱ς , ἐμφανιστής informer masc acc pl ἐμφανιστά̱ς , ἐμφανιστής informer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εδινόλη — η φωτογραφικός εμφανιστής …   Dictionary of Greek

  • υδροκινόνη — η, Ν χημ. οργανική αρωματική χημική ένωση, διφαινόλη που περιέχεται υπό μορφή γλυκοζίτη στο φυτό αγριοκουμαριά και χρησιμοποιείται ως εμφανιστής στη φωτογραφική, αλλ. π διυδροξυβενζόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κινόνη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»