-
1 нарвать
I нарвать Ι (собрать) μαζεύω·\нарвать цветов μαζεύω λουλούδια II нарвать II (о нарыве) εμπυάζω, μαζεύω πύο* * *I( собрать) μαζεύωIIнарва́ть цвето́в — μαζεύω λουλούδια
( о нарыве) εμπυάζω, μαζεύω πύο -
2 загноить
-ою, -оишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загноенный, βρ: -оен, -оена, -оеноρ.σ.μ.1. σαπίζω, κάνω να σαπίσει.2. εμπυώ, εμπυάζω•загноить рану εμπυάζω την πληγή.
εμπυούμαι, μαζεύω πύο. -
3 нарыв
мед. το απόστημα-ать μαζεύω πύον, εμπυάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нарыв
-
4 назревать
назреватьнесов, назреть сов1. ὠριμάζω, γίνομαι ὠριμος / ἐμπυάζω, μαζεύω πῦο (о нарыве)·2. перен ὠριμάζω:кризис назрел ἡ κρίση ὠρίμασε· назрел вопрос τό ζήτημα ὠρίμασε. -
5 гноиться
-итсяρ.δ.εμπυάζω, ομπυάζω, μαζεύω πύο•рана -ится η πληγή εμπυάζει.
-
6 нарвать
нарвать 1-рву, -рвёшь, παρλθ. χρ. нарвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нарванный, -а, -оρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.)1. κόβω, μαζεύω, δρέπω•нарвать цветов κόβω λουλούδια.
2. σχίζω, κατακομματιάζω, κατ.ατεμαχίζω•нарвать бумаги σχίζω χαρτιά.
3. βγάζω, εξάγω με ανατίναξη,• ανατινάζω.εκφρ.нарвать уши кому – (απλ.) τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ).нарвать 2-вёт, παρλθ. χρ. нарвал, -ла, -оρ.σ.εμπυάζω, μαζεύω πύο•палец -ал το δάχτυλο έμασε πύο•
десну -ло (απρόσ.) το ούλο έμασε πύο.
-
7 нарывать
См. также в других словарях:
εμπυάζω — και ομπυάζω (για τραύματα, πληγές, σπειριά κ.λπ.) σχηματίζω πύον, εμπυούμαι … Dictionary of Greek
εμπυάζω — έμπυασα, εμπυασμένος, και ομπυάζω (για πληγές, δοθιήνες κτλ.), σχηματίζω πύο, μαζεύω πύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ομπυάζω — βλ. εμπυάζω … Dictionary of Greek
πεπαίνω — ΝΜΑ [πένων] παθ. πεπαίνομαι γίνομαι ώριμος, ωριμάζω («έκειντο πεπαινόμενα εις τον ήλιον μακρυλά καρπούζια», Παπαδ.) μσν. αρχ. παθ. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι αρχ. 1. (σχετικά με φυτό) καθιστώ κάτι ώριμο, μαλακώνω 2. (αμτβ.) έχω ώριμους καρπούς 3.… … Dictionary of Greek
ομπυάζω — και εμπυάζω όμπυασα, ομπυασμένος, (αμτβ., για τραύματα, πληγές, σπυριά), πιάνω, σχηματίζω πύο: Όμπυασε πάλι το σπυρί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)