-
1 εμπορικό(ν)
το промтоварный магазин; галантерейный магазин;έχω εμπορικό(ν) — держать промтоварный магазин
-
2 εμπορικό(ν)
το промтоварный магазин; галантерейный магазин;έχω εμπορικό(ν) — держать промтоварный магазин
-
3 εμπορικός
η, ό[ν] торговый; коммерческий;εμπορικός πράκτορας
(или αντιπρόσωπος) торговый агент;εμπορικός ακόλουθος — торгпред;
εμπορική αντιπροσωπεία — торгпредство;
εμπορική συνθήκη (συμφωνία) — торговое соглашение (договор);
εμπορικό σκάφος — торговое судно;
εμπορικόν ναυτικόν — или εμπορικός στόλος — торговый флот;
εμπορικόν επιμελητήριον — торговая палата;
εμπορικός οίκος — торговая, фирма;
εμπορικο δίκτυο — торговая сеть;
κατάστιχα — торговые книги;εμπορικός αποκλεισμός — экономическая блокада
-
4 βιβλίο(ν)
τό1) книга;χρήσιμο ( — или πρακτικό) βιβλίο(ν) — нужная, полезная книга;
λογοτεχνικό βιβλίο(ν) — литературное произведение;
τό έργο διαιρείται εις πέντε βιβλία — произведение в пяти томах;
2) книга или журнал (для записей);ληξιαρχικό βιβλίο(ν) — книга записи актов гражданского состояния;
βιβλίο(ν) παραπόνων — книга жалоб;
λογιστικά βιβλία — бухгалтерские книги;
εμπορικό βιβλίο(ν) — торговая книга;
βιβλίο(ν) ταμείου — кассовая книга;
βιβλίο(ν) συνεδριάσεων — журнал заседаний;
3) πλ. литература;§ τό μέγα βιβλίον της ζωής — школа жизни
-
5 βιβλίο(ν)
τό1) книга;χρήσιμο ( — или πρακτικό) βιβλίο(ν) — нужная, полезная книга;
λογοτεχνικό βιβλίο(ν) — литературное произведение;
τό έργο διαιρείται εις πέντε βιβλία — произведение в пяти томах;
2) книга или журнал (для записей);ληξιαρχικό βιβλίο(ν) — книга записи актов гражданского состояния;
βιβλίο(ν) παραπόνων — книга жалоб;
λογιστικά βιβλία — бухгалтерские книги;
εμπορικό βιβλίο(ν) — торговая книга;
βιβλίο(ν) ταμείου — кассовая книга;
βιβλίο(ν) συνεδριάσεων — журнал заседаний;
3) πλ. литература;§ τό μέγα βιβλίον της ζωής — школа жизни
-
6 επιμελητήριο(ν)
το палата; управление; ведомство;ναυτικό επιμελητήριο(ν) — морское ведомство;
εμπορικό[ν] επιμελητήριο(ν) — торговая палата
-
7 επιμελητήριο(ν)
το палата; управление; ведомство;ναυτικό επιμελητήριο(ν) — морское ведомство;
εμπορικό[ν] επιμελητήριο(ν) — торговая палата
-
8 ισοζύγιο(ν)
τό1) равновесие; 2) фин. баланс;εμπορικό ισοζύγιο(ν) — торговый баланс;
τό ισοζύγιο(ν) πληρωμών — платёжный баланс;
παθητικό (ενεργητικό) ισοζύγιο(ν) — пассивный (активный) баланс
-
9 ισοζύγιο(ν)
τό1) равновесие; 2) фин. баланс;εμπορικό ισοζύγιο(ν) — торговый баланс;
τό ισοζύγιο(ν) πληρωμών — платёжный баланс;
παθητικό (ενεργητικό) ισοζύγιο(ν) — пассивный (активный) баланс
-
10 κατάστημα
τό1) учреждение; заведение; здание (какой-л. организации, какого-л. общества);δημόσιο κατάστημα — государственное учреждение;
τό κατάστημα της δημαρχίας — или τό δημαρχιακό κατάστημα — здание мэрии, муниципалитета;
2) магазин;κατάστημα τροφίμων — продовольственный магазин;
εμπορικό κατάστημα — промтоварный магазин; — торговый дом, торговая фирма
-
11 ναυτικό(ν)
το морской флот;εμπορικό ναυτικό(ν) — торговый флот;
πολεμικό ναυτικό(ν) — военно-морской флот;
υπηρετώ στο ναυτικό(ν) — служить во флоте
-
12 ναυτικό(ν)
το морской флот;εμπορικό ναυτικό(ν) — торговый флот;
πολεμικό ναυτικό(ν) — военно-морской флот;
υπηρετώ στο ναυτικό(ν) — служить во флоте
-
13 πλοίο(ν)
το судно, корабль;αλιευτικό πλοίο(ν) — траулер, тральщик;
φορτηγό πλοίο(ν) — грузовое судно;
πετρελαιοφόρο πλοίο(ν) — танкер;
-
14 πλοίο(ν)
το судно, корабль;αλιευτικό πλοίο(ν) — траулер, тральщик;
φορτηγό πλοίο(ν) — грузовое судно;
πετρελαιοφόρο πλοίο(ν) — танкер;
-
15 χρηματιστήριο(ν)
το биржа;χρηματιστήριο(ν) αξιών (χρεωγράφων) — валютная (фондовая) биржа;
χρηματιστήριο(ν) εμπορευμάτων — или εμπορικό χρηματιστήριο(ν) — товарная биржа;
μεσίτης χρηματιστήρίου — биржевой маклер
-
16 χρηματιστήριο(ν)
το биржа;χρηματιστήριο(ν) αξιών (χρεωγράφων) — валютная (фондовая) биржа;
χρηματιστήριο(ν) εμπορευμάτων — или εμπορικό χρηματιστήριο(ν) — товарная биржа;
μεσίτης χρηματιστήρίου — биржевой маклер
См. также в других словарях:
εμπορικό δίκαιο — Αυτοτελής κλάδος του ιδιωτικού δικαίου, που καθορίζει τις νομικές αρχές και τις σχέσεις που διέπουν το εμπόριο. Διαιρείται σε πολλούς κλάδους (π.χ. δίκαιο των εταιρειών, δίκαιο των αξιογράφων, δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, ναυτικό δίκαιο κ … Dictionary of Greek
κάτεργο — Εμπορικό, πολεμικό ή πειρατικό ιστιοφόρο πλοίο. Έπλεε με δύο ή τρεις σειρές από κουπιά. Στην Ελλάδα, το κ. ταυτίστηκε με τη γαλέρα. Αργότερα με τη λέξη κ. χαρακτηρίζονταν τα παροπλισμένα μεγάλα πλοία, τα οποία ήταν αγκυροβολημένα σε ναυστάθμους… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek