Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εμβαθύνω

  • 1 εμβαθυνω

        досл. углублять, перен. глубоко внедрять

    Древнегреческо-русский словарь > εμβαθυνω

  • 2 ἐμβαθύνω

    A make deep, hollow out,

    βόθρια Alciphr.3.13

    ; cause to sink deep in,

    κακίαν ἑαυτοῖς Plu.2.1128e

    .
    II intr., go deep into, τοῖς νόμοις, ταῖς ἐπιστήμαις, Ph.1.18, 341; sink deep in,

    εἰς κάθισιν LXX Je.30.8

    (49.30).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβαθύνω

  • 3 εμβαθύνω

    (αόρ. ενεβάθυνα) 1. μετ. углублять;

    εμβαθύνω τίς γνώσεις μου — углублять свои знания;

    2. αμετ. вникать, вдумываться; проникать, углубляться во что-л.;

    εμβαθύνω εις την έννοιαν (στο νόημα) τού κειμένου — вдумываться в смысл текста;

    δεν εμβαθύνει πολύ στα πράγματα — он не слишком задумывается; — он не особенно вникает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εμβαθύνω

  • 4 εμβαθύνω

    [эмватино] р.end (μτβ.) углублять.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εμβαθύνω

  • 5 εμβαθύνω

    [эмватино] ρ (μτβ) углублять.

    Эллино-русский словарь > εμβαθύνω

  • 6 ἐμβαθύνω

    ἐμ-βαθύνω, tief hineinmachen, aushöhlen; übertr., τὴν κακίαν ἑαυτοῖς, eindringen lassen. Intr., eindringen, versinken

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐμβαθύνω

  • 7 εμβαθύνει

    ἐμβαθύ̱νει, ἐμβαθύνω
    make deep: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἐμβαθύ̱νει, ἐμβαθύνω
    make deep: pres ind mp 2nd sg
    ἐμβαθύ̱νει, ἐμβαθύνω
    make deep: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > εμβαθύνει

  • 8 ἐμβαθύνει

    ἐμβαθύ̱νει, ἐμβαθύνω
    make deep: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἐμβαθύ̱νει, ἐμβαθύνω
    make deep: pres ind mp 2nd sg
    ἐμβαθύ̱νει, ἐμβαθύνω
    make deep: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἐμβαθύνει

  • 9 εμβαθύνουσι

    ἐμβαθύ̱νουσι, ἐμβαθύνω
    make deep: aor subj act 3rd pl (epic)
    ἐμβαθύ̱νουσι, ἐμβαθύνω
    make deep: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)
    ἐμβαθύ̱νουσι, ἐμβαθύνω
    make deep: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > εμβαθύνουσι

  • 10 ἐμβαθύνουσι

    ἐμβαθύ̱νουσι, ἐμβαθύνω
    make deep: aor subj act 3rd pl (epic)
    ἐμβαθύ̱νουσι, ἐμβαθύνω
    make deep: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)
    ἐμβαθύ̱νουσι, ἐμβαθύνω
    make deep: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > ἐμβαθύνουσι

  • 11 εμβαθύνουσιν

    ἐμβαθύ̱νουσιν, ἐμβαθύνω
    make deep: aor subj act 3rd pl (epic)
    ἐμβαθύ̱νουσιν, ἐμβαθύνω
    make deep: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)
    ἐμβαθύ̱νουσιν, ἐμβαθύνω
    make deep: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > εμβαθύνουσιν

  • 12 ἐμβαθύνουσιν

    ἐμβαθύ̱νουσιν, ἐμβαθύνω
    make deep: aor subj act 3rd pl (epic)
    ἐμβαθύ̱νουσιν, ἐμβαθύνω
    make deep: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)
    ἐμβαθύ̱νουσιν, ἐμβαθύνω
    make deep: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > ἐμβαθύνουσιν

  • 13 входить

    входить
    несов
    1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):
    \входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί
    2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω1
    3. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:
    \входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·
    4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:
    \входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·
    5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:
    \входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί.

    Русско-новогреческий словарь > входить

  • 14 углублять

    углуб||лять
    несов прям., перен βαθαίνω, βαθύνω, ἐμβαθύνω:
    \углублятьлять свои́ знания ἐμβαθύνω τίς γνώσεις μου· \углублятьля́ть противоречия βαθύνω τίς ἀντιθέσεις.

    Русско-новогреческий словарь > углублять

  • 15 εμβαθυνομένων

    ἐμβαθῡνομένων, ἐμβαθύνω
    make deep: pres part mp fem gen pl
    ἐμβαθῡνομένων, ἐμβαθύνω
    make deep: pres part mp masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > εμβαθυνομένων

  • 16 ἐμβαθυνομένων

    ἐμβαθῡνομένων, ἐμβαθύνω
    make deep: pres part mp fem gen pl
    ἐμβαθῡνομένων, ἐμβαθύνω
    make deep: pres part mp masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > ἐμβαθυνομένων

  • 17 εμβαθυνούσης

    ἐμβαθύνω
    make deep: fut part act fem gen sg (attic epic)
    ἐμβαθῡνούσης, ἐμβαθύνω
    make deep: pres part act fem gen sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > εμβαθυνούσης

  • 18 ἐμβαθυνούσης

    ἐμβαθύνω
    make deep: fut part act fem gen sg (attic epic)
    ἐμβαθῡνούσης, ἐμβαθύνω
    make deep: pres part act fem gen sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ἐμβαθυνούσης

  • 19 εμβαθυνόντων

    ἐμβαθῡνόντων, ἐμβαθύνω
    make deep: pres part act masc /neut gen pl
    ἐμβαθῡνόντων, ἐμβαθύνω
    make deep: pres imperat act 3rd pl

    Morphologia Graeca > εμβαθυνόντων

  • 20 ἐμβαθυνόντων

    ἐμβαθῡνόντων, ἐμβαθύνω
    make deep: pres part act masc /neut gen pl
    ἐμβαθῡνόντων, ἐμβαθύνω
    make deep: pres imperat act 3rd pl

    Morphologia Graeca > ἐμβαθυνόντων

См. также в других словарях:

  • εμβαθύνω — εμβαθύνω, εμβάθυνα βλ. πίν. 48 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εμβαθύνω — (AM ἐμβαθύνω) 1. σκάβω βαθιά, βαθουλώνω, κοιλαίνω 2. μτφ. (αμτβ.) κατανοώ με προσεκτική μελέτη αρχ. 1. κάνω κάτι βαθύτερο ή πλατύτερο 2. (για κακία) βυθίζομαι, υποκύπτω …   Dictionary of Greek

  • εμβαθύνω — εμβάθυνα, αμτβ. (σε μτφ. σημασία), με τη σκέψη μπαίνω βαθιά σε κάτι, εισχωρώ με τη σκέψη: Να εμβαθύνεις στο μανιφέστο του κόμματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμβαθυνούσης — ἐμβαθύνω make deep fut part act fem gen sg (attic epic) ἐμβαθῡνούσης , ἐμβαθύνω make deep pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβαθῦναι — ἐμβαθύνω make deep aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβαθύνει — ἐμβαθύ̱νει , ἐμβαθύνω make deep aor subj act 3rd sg (epic) ἐμβαθύ̱νει , ἐμβαθύνω make deep pres ind mp 2nd sg ἐμβαθύ̱νει , ἐμβαθύνω make deep pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβαθύνουσι — ἐμβαθύ̱νουσι , ἐμβαθύνω make deep aor subj act 3rd pl (epic) ἐμβαθύ̱νουσι , ἐμβαθύνω make deep pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐμβαθύ̱νουσι , ἐμβαθύνω make deep pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβαθύνουσιν — ἐμβαθύ̱νουσιν , ἐμβαθύνω make deep aor subj act 3rd pl (epic) ἐμβαθύ̱νουσιν , ἐμβαθύνω make deep pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐμβαθύ̱νουσιν , ἐμβαθύνω make deep pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθαίνω — και βαθύνω (Α βαθύνω) 1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω 2. (αμτβ.) γίνομαι βαθύς νεοελλ. (για χρώματα) παίρνω βαθύτερη, πιο σκούρα απόχρωση αρχ. 1. δίνω βάθος στη στρατιωτική παράταξη, αναπτύσσω σε βάθος 2. προσπαθώ ν αντιληφθώ τη βαθύτερη σημασία… …   Dictionary of Greek

  • ἐμβαθυνομένων — ἐμβαθῡνομένων , ἐμβαθύνω make deep pres part mp fem gen pl ἐμβαθῡνομένων , ἐμβαθύνω make deep pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβαθυνόντων — ἐμβαθῡνόντων , ἐμβαθύνω make deep pres part act masc/neut gen pl ἐμβαθῡνόντων , ἐμβαθύνω make deep pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»