-
1 борьба
1. (деятельность, усилия, направленные на преодоление или искоренение чего-л.) τα προληπτικά μέτρα, η αντιμετώπιση, ο έλεγχος 2. (столкновение противоположных групп, направлений и т.п.) о αγώνας, η πάλη 3. (вид спорта) η πάληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > борьба
-
2 ελληνορρωμαϊκός
η, ό[ν] греко-римский;ελληνορρωμαϊκή πάλη — спорт. классическая борьба
-
3 πάλη
η в разн. знач борьба;πάλη γνωμών — борьба мнений;
η πάλη των αντιθέτων — филос, борьба противоположностей;
η ταξική πάλη — классовая борьба;
εσωκομματική πάλη — внутрипартийная борьба;
ελληνορρωμαϊκή πάλη — спорт, классическая борьба
См. также в других словарях:
ελληνορρωμαϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους Ρωμαίους («ελληνορρωμαϊκός πολιτισμός») 2. αυτός που διατηρεί στοιχεία από την παράδοση τών Ελλήνων και τών Ρωμαίων («ελληνορρωμαϊκή πάλη») … Dictionary of Greek
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί … Dictionary of Greek