Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ελευθερώνω

  • 1 освободить

    освободить
    сов, освобождать несов
    1. (сделать свободным) ἐλευθερώνω, ἀπελευθερώνω, ἐλευθερώ, ἀφίνω ἐλεύθερον / ἀπολύω, ἀποφυλακίζω (из тюрьмы):
    \освободить страну́ ἐλευθερώνω τή χώρα·
    2. прям., перен (высвобождать) ἐλευθερώνω, ἀπελευθερώνω:
    \освободить ру́ки от веревок ἐλευθερώνω τά χέρια ἀπό τό σχοινί·
    3. (избавлять) Απαλλάσσω, ἀπαλλάττω·
    4. (увольнять) ἀπολύω, διώχνω, ἀποβάλλω·
    5. (опоражнивать, очищать) ἐλευθερώνω, ἐκκενώνω, ἀδειάζω/ ἀνοίγω, καθαρίζω (проход, дорогу).

    Русско-новогреческий словарь > освободить

  • 2 отпускать

    1. (выпускать, освобождать) αφήνω, ελευθερώνω
    - тормоз - το φρένο/την πέδη
    2. (ослаблять) ελευθερώνω, λασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отпускать

  • 3 избавить

    избавить, избавлять απαλλάσσω, ελευθερώνω, γλιτώνω σώζω (спасти) \избавиться απαλλάσσομαι γλιτώνω, σώζομαι (спастись)
    * * *
    = избавлять
    απαλλάσσω, ελευθερώνω, γλιτώνω; σώζω ( спасти)

    Русско-греческий словарь > избавить

  • 4 освободить

    освободить, освобождать 1) (απ) ελευθερώνω 2) (место, помещение) αδειάζω* καθαρίζω (очищать)
    * * *
    = освобождать
    2) (место, помещение) αδειάζω; καθαρίζω ( очищать)

    Русско-греческий словарь > освободить

  • 5 выпускать

    1. (давать выход воздуху, газу и т.п.) βγάζω, εκλύω, απελευθερώνω 2. (опорожнять, выбрасывать) αδειάζω, εκφορτώνω, ξεφορτώνω 3. (товары, продукцию) παράγω, κατασκευάζω 4. эк. εκδίδω 5. (издавать, опубликовывать) εκδίδω, δημοσιεύω б.(освобождать) αφήνω, βγάζω, ελευθερώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выпускать

  • 6 освободить

    1. (сделать свободным) ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο 2. (высвободить) απελευθερώνω 3. (перестать связывать) αποδεσμεύω 4. (избавить от чего-л.) απαλλάσσω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > освободить

  • 7 отдать

    1. (возвратить) επιστρέφω, δίνω πίσω, αποδίδω 2. (передать, дать) παραδίδω, δίνω 3. (продать, отдать по какой-л. цене) δίνω 4. мор.
    - якорь ρίχνω την άγκυρα, ποντίζω την άγκυρα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отдать

  • 8 разблокировать

    1. тех. απασφαλίζω 2. (банк) (напр. счет в банке) αποδεσμεύω, ελευθερώνω, ανοίγω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разблокировать

  • 9 развязывать

    1. (что-л. связанное) λύνω 2. (освобождать) ελευθερώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развязывать

  • 10 расцеплять

    αποσυμπλέκω, αποζευγνύω, αποσυνδέω, ελευθερώνω, ξεγαντζώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расцеплять

  • 11 снимать

    1. (доставать, брать) παίρνω, πιάνω
    - книгу с полки παίρνω/βγάζω το βιβλίο από το ράφι
    2. (убирать, удалять) παίρνω, αφαιρώ, βγάζω 3. (отделять, освобождать) αφαιρώ, βγάζω, ελευθερώνω 4. (разбирать, демонтировать) εξαρμόζω, αφαιρώ 5. (удалять, освобождать) βγάζω 6. (уничтожать, упразднять) βγάζω, σταματώ, αιρώ 7. (собирать, убирать) μαζεύω 8. (отстранять от занимаемой должности) απολύω 9. (отменять, объявлять недействительным) ακυρώνω, βγάζω Ю.(фотографировать) βγάζω (φωτογραφία) 11. (напр. кинофильм) γυρίζω (την ταινία) 12. (брать внаем) (εν)οικιάζω
    - дачу - εξοχικό (σπίτι).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снимать

  • 12 очищать

    очищать
    несов
    1. (ἐκ)καθαρίζω, πασ-τρεύω / ξελασπώνω (от грязи)/ διυλίζω, λαμπικάρω (от примесей):
    \очищать во́ду καθαρίζω τό νερό·
    2. (овощи, фрукты) καθαρίζω, ξεφλουδίζω·
    3. (обкрадывать) разг κατακλέβω, ληστεύω·
    4. (освобождать) ἀδειάζω, ἐκκενῶ, ἐκκενώνω/ ἐλευθερώνω, ἐλευθερώ (от противника):
    \очищать-помещение ἐκκενώνω τήν αίθουσα· ◊ \очищать желу́док мед. καθαρίζω τό στομάχι μου.

    Русско-новогреческий словарь > очищать

  • 13 развязывать

    развязывать
    несов
    1. (что-л.) λύ(ν)ω, ζετυλίγω, ξεδένω:
    \развязывать ленту λύνω τήν κορδέλλα· \развязывать пакет ζετυλίγω τό δέμα·
    2. (освобождать) ἐλευθερώνω:
    \развязывать ру́ки кому́-л. прям., перен λύνω τα χέρια κάποιου· ◊ \развязывать войну́ ἐξαπολύω πόλεμο· \развязывать язык λύ(ν)ω τήν γλώσσα \развязываться
    1. λύομαι, ξεδένομαι·
    2. перен (освобождаться от кого-л., чего-л.) разг ἐλευθερώνομαι· ◊ у него язык развязался разг λύθηκε ἡ γλώσσα του.

    Русско-новогреческий словарь > развязывать

  • 14 раскрепостить

    раскрепостить
    сов, раскрепощать несов прям., перен ἐλευθερώνω ἀπό τή δουλεία, ἀπελευθερώνω ἀπό τή δουλεία, (ἀπο)λυτρώνω, χειραφετώ.

    Русско-новогреческий словарь > раскрепостить

  • 15 освобождать

    [ασβαμπαζντάτ'] ρ. ελευθερώνω

    Русско-греческий новый словарь > освобождать

  • 16 освобождать

    [ασβαμπαζντάτ'] ρ ελευθερώνω

    Русско-эллинский словарь > освобождать

  • 17 выпустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να βγει, να φύγει•

    я вас не -ущу отсюда δε θα σας αφήσω να βγείτε απ’ εδώ.

    || βγάζω στη βοσκή, σκαρίζω. || αδειάζω, χύνω, αφήνω να τρέξει•

    выпустить воду из ванны αδειάζω το νερό από το λουτήρα.

    || αφήνω, δεν κρατώ.
    2. ελευθερώνω, απολύω, αμολάω.
    3. βγάζω, χορηγώ (απολυτήρια, διπλώματα).
    4. παράγω•

    выпустить продукцию сверх плана βγάζω παραγωγή πάνω από το πλάνο.

    || εκδίδω, τυπώνω• δημοσιεύω. || βγάζω σε κυκλοφορία.
    5. αφαιρώ, βγάζω, αποκλείω (από βιβλίο, έργο).
    6. βγάζω έξω•

    выпустить когти βγάζω έξω τα νύχια.

    || μεγαλώνω, μακραίνω•

    выпустить рукава μακραίνω τα μανίκια.

    εκφρ.
    выпустить снаряд, пулю – πυροβολώ, ρίχνω βλήμα, σφαίρα•
    выпустить в свет – βγάζω, εκδίδω έργο•
    выпустить из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•
    выпустить из рук – μου ξεφεύγει η ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > выпустить

  • 18 выручить

    -чу, -чишь, ρ.σ.μ.
    1. παλ. ελευθερώνω, παίρνω με εγγύηση.
    2. βγάζω από δύσκολη κατάσταση, δίνω χείρα βοηθείας.
    3. κερδίζω, βγάζω με το εμπόριο.
    1. βγαίνω από δύσκολη κατάσταση.
    2. αμείβομαι, παίρνω ως αμοιβή.

    Большой русско-греческий словарь > выручить

  • 19 высвободить

    -божу, -бодишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. высвобожденный, βρ: -ден, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. απελευθερώνω, λευτερώνω, ξεσκλαβώνω, λυτρώνω, απαλλάσσω.
    2. βγάζω, ξεσκαλώνω, απαγκιστρώνω, ελευθερώνω.
    απελευθερώνομαι• απαλλάσσομαι. || απαγκιστρώνομαι. || δεν εφαρμόζομαι, δε χρησιμοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > высвободить

  • 20 освободить

    -божу, -бодищь, παθ. μτχ., παρλθ. χρ. освобожденный, βρ: -ден, -дена, -дено;
    ρ.σ.μ.
    1. ελευθερώνω, λευτερώνω, αφήνω ελεύθερο•

    освободить военнопленных αφήνω ελεύθερους τους αιχμάλωτους•

    освободить страну от рабства λευτερώνω τη χώρα από τη σκλαβιά (ξεσκλαβώνω);

    2. απεосвободить λευτερώνω•

    греческая армия -ла нашу территорию от турецких завоевателей ο ελληνικός στρατός απελευτέρωσε τα εδάφη μας από τους τούρκους καταχτητές.

    3. μτφ. αποδεσμεύω, απαγκιστρώνω.
    4. απαλλάσσω•

    освободить от налогов απαλλάσσω από τους φόρους•

    освободить от военной службы απαλλάσσω της στρατιωτικής θητείας.

    || απολύω, διώχνω, αποβάλλω. || εκκενώνω, αδειάζω•

    освободить комнату απελευτερώνω το δωμάτιο,

    1. ελευθερώνομαι, αφήνομαι ελεύθερος.
    2. ξεσκλαβώνομαι.
    3. μτφ. αποδεσμεύομαι, απαγκιστρώνομαι.
    4. απαλλάσσομαι. || απολύομαι, διώχνομαι. || εκκενώνομαι, αδειάζω.

    Большой русско-греческий словарь > освободить

См. также в других словарях:

  • ελευθερώνω — ελευθερώνω, ελευθέρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ελευθερώνω — και λευθερώνω και λευτερώνω (ΑΜ ἐλευθερῶ, όω Μ και ἐλευθερώνω) 1. απελευθερώνω από ξενικό ζυγό, από εχθρική κατοχή («ελευθέρωσε τα νησιά», «ἴτε παῑδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῡτε πατρίδα», «ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν») 2. απελευθερώνω δούλο, χαρίζω σε δούλο… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερώνω — ελευθέρωσα, ελευθερώθηκα, ελευθερωμένος, και λευτερώνω μτβ. 1. κάνω ελεύθερο το δούλο ή τον κρατούμενο, απελευθερώνω. 2. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από βάρη, υποχρεώσεις, εμπόδια κτλ.: Ελευτερώθηκε ο δρόμος απ τα βράχια. 3. το μέσ., ελευθερώνομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπολύω — Α [λύω] 1. λύνω ή χαλαρώνω κάτι από κάτω ή χαμηλά («πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ ἔλυσε», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με άλογα ή βόδια) λύνω από τον ζυγό 3. (σχετικά με πρόσ.) ελευθερώνω, απαλλάσσω από τα δεσμά 4. λύνω και βγάζω τα παπούτσια κάποιου 5. (μέσ …   Dictionary of Greek

  • αμολάω — και αμολάρω 1. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω 2. αφήνω ελεύθερο κάτι που κρατώ 3. αφήνω κάτι να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί 4. ξαμολάω, χαλαρώνω 5. αφήνω κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του,… …   Dictionary of Greek

  • ανέδην — ἀνέδην επίρρ. (Α) 1. άνετα, ελεύθερα, ανεμπόδιστα 2. βίαια 3. αχαλίνωτα, ακόλαστα 4. αφρόντιστα, ανέμελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανίημι «σηκώνω, ελευθερώνω, αμελώ» + (κατάλ.) δην] …   Dictionary of Greek

  • αναλυτρώ — ἀναλυτρῶ ( όω) (Α) [λυτρῶ] καταβάλλω λύτρα και ελευθερώνω αιχμάλωτον, απολυτρώνω …   Dictionary of Greek

  • αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό …   Dictionary of Greek

  • απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… …   Dictionary of Greek

  • απασφαλίζω — (Μ ἀπασφαλίζω) νεοελλ. αφαιρώ την ασφάλεια, ελευθερώνω μσν. φράζω, κλείνω, προφυλάσσω …   Dictionary of Greek

  • απεκβάλλω — ἀπεκβάλλω (Μ) 1. βγάζω από πάνω μου, αποθέτω 2. ελευθερώνω, σώζω 3. προπέμπω, ξεπροβοδίζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»