Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εκφραστικός

  • 1 выразительный

    Русско-греческий словарь > выразительный

  • 2 выразительный

    вырази́тельн||ый
    прил ἐκφραστικός/ εὔγλωττος, εὐφράδης (красноречивый):
    \выразительныйое чтение ἡ ἐκφραστική ἀνάγνωση· \выразительныйый взгляд τό ἐκφραστικό βλέμμα.

    Русско-новогреческий словарь > выразительный

  • 3 зиачительный

    зиачи́тельн||ый
    прил
    1. (большой) σημαντικός / ἀρκετός, πολύς (о мере, степени, количестве и т. п.):
    \зиачительныйая су́мма τό σημαντικό ποσό·
    2. (важный) σημαντικός, σπουδαίος, σοβαρός:
    играть \зиачительныйую роль παίζω σπουδαίο ρόλο· \зиачительныйые события σημαντικά γεγονότα·
    3. (выразительный) ἐκφραστικός, ἐμφαντικός, μέ σημασία:
    \зиачительныйый взгляд τό ἐκφραστικό βλέμμα.

    Русско-новогреческий словарь > зиачительный

  • 4 красноречивый

    красно||речи́вый
    прил
    1. εὐγλωττος, εὐφραδής·
    2. перен χαρακτηριστικός, ἐκφραστικός:
    \красноречивый взгляд τό ἐκφραστικό βλέμμα· \красноречивый факт τό χαρακτηριστικό γεγονός.

    Русско-новогреческий словарь > красноречивый

  • 5 выразительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    εκφραστικός• εύγλωττος, ευφράδης•

    -ое движение εκφραστική κίνηση•

    -ые глаза εκφραστικά μάτια•

    выразительный взгляд εκφραστικό βλέμμα•

    выразительный ое чтение εκφραστική ανάγνωση.

    Большой русско-греческий словарь > выразительный

  • 6 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 7 живописный

    επ.
    βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. ζωγραφικός.
    2. γραφικός, θελκτικός.
    3. μτφ. (για ύφος) περιγραφικός, ζωντανός, εκφραστικός.

    Большой русско-греческий словарь > живописный

  • 8 зернистый

    επ., βρ: -нист, -а, -о
    1. κοκκώδης, κοκκωτός, κοκκιαστικός, σκυρωτός•

    известяк ωόλιθος ή ωολιθικός ασβεστόλιθος•

    -снег κοκκορόχιονο•

    -ая икра σπυρωτό χαβιάρι.

    2. μτφ. εκφραστικός• εμφαντικός.

    Большой русско-греческий словарь > зернистый

  • 9 значительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. σημαντικός• μεγάλος•

    -ая часть σημαντικό μέρος•

    в -ой степени σε μεγάλο βαθμό•

    -ая сумма σημαντικό ποσό.

    2. σπουδαίος, σοβαρός•

    играть -ую роль παίζω σοβαρό ρόλο•

    -ое место σπουδαία θέση.

    3. εκφραστικός, εμφαντικός• πολυσήμαντος.

    Большой русско-греческий словарь > значительный

  • 10 картинный

    επ., βρ: -инен, -инна, -инно.
    1. του πίνακα, της εικόνας, της ζωγραφιάς•

    -ая галерея πινακοθήκη.

    2. γραφικός, ζωγραφιστός, πανέμορφος.
    3. (φιλγ.) εκφραστικός, παραστατικός.

    Большой русско-греческий словарь > картинный

  • 11 красноречивый

    επ., βρ: -чив, -а, -о.
    1. ευφραδής, εύγλωττος, εύστομος.
    2. εκφραστικός•

    -ое письмо εκφραστικό γράμμα•

    красноречивый взгляд εκφραστική ματιά (που τα μαρτυρεί όλα).

    3. αποδεικτικός, πειστικός• ζωντανός•

    красноречивый факт πειστικό γεγονός.

    Большой русско-греческий словарь > красноречивый

  • 12 красочный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. βαφικός•

    -ое производство η παραγωγή βαφών.

    2. χρωματιστός, με χρώματα.
    3. μτφ. εκφραστικος, γλαφυρός• γραφικός• χαρακτηριστικός• ωραίος.

    Большой русско-греческий словарь > красочный

  • 13 маловыразительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    λίγο εκφραστικός.

    Большой русско-греческий словарь > маловыразительный

  • 14 рассказчик

    α.
    -ца, -ы θ.
    1. αφηγητής, -γήτρια.
    2. εκφραστικός αναγνώστης διηγημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > рассказчик

  • 15 сочный

    επ.
    -чен, -чна, -чно.
    1. εύχυμός, ζουμερός•

    -ые яблоки ζουμερά μήλα.

    2. φρέσκος• ζωηρόχρωμος.
    3. μτφ. ωραίος, όμορφος, εκφραστικός, ζωντανός.
    4. μτφ. ηχητικός, ηχηρός•

    сочный голос ηχηρή φωνή.

    Большой русско-греческий словарь > сочный

  • 16 чеканный

    επ.
    1. νομισματοκοπτικός•

    чеканный станок νομισματοκοπτική μηχανή.

    2. αποτυπωματικός.
    3. μτφ. καθαρός, σαφής, εκφραστικός• επιμελημένος.

    Большой русско-греческий словарь > чеканный

  • 17 экспрессивный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно; εκφραστικός•

    экспрессивный жест εκφραστική χειρονομία.

    Большой русско-греческий словарь > экспрессивный

См. также в других словарях:

  • ἐκφραστικός — descriptive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφραστικός — ή, ό (Α ἐκφραστικός, ή, όν) ο αναφερόμενος στην έκφραση, ο ικανός να εκφράζεται ζωηρά, περιγραφικός, αυτός που καθρεφτίζει τον εσωτερικό, ψυχικό κόσμο («εκφραστικό πρόσωπο, βλέμμα, κίνηση, κ.λπ.») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκφραστικόν η δύναμη τής… …   Dictionary of Greek

  • εκφραστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ικανός να εκφράζει κάτι καλά. 2. που καθρεφτίζει έντονο ψυχικό κόσμο: Έχει εκφραστικά μάτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκφραστικόν — ἐκφραστικός descriptive masc acc sg ἐκφραστικός descriptive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφραστικῆς — ἐκφραστικός descriptive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφραστική — ἐκφραστικός descriptive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφραστικήν — ἐκφραστικός descriptive fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφραστικῶς — ἐκφραστικός descriptive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • εμφαντικός — ή, ό (Α ἐμφαντικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθιστά κάτι τελείως εμφανές, παραστατικός, εκφραστικός, εναργής 2. ζωηρός, έντονος, υπογραμμισμένος αρχ. 1. δηλωτικός, ενδεικτικός 2. εκφραστικός. επίρρ... εμφαντικώς, ά με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • άπριγδα — ἄπριγδα επίρρ. (Α) απρίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικός, σύνθετος από α επιτατικό και πρίω «πριονίζω». Παράλληλος τ. απρίξ*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»