-
1 выразительный
-
2 выразительный
вырази́тельн||ыйприл ἐκφραστικός/ εὔγλωττος, εὐφράδης (красноречивый):\выразительныйое чтение ἡ ἐκφραστική ἀνάγνωση· \выразительныйый взгляд τό ἐκφραστικό βλέμμα. -
3 зиачительный
зиачи́тельн||ыйприл1. (большой) σημαντικός / ἀρκετός, πολύς (о мере, степени, количестве и т. п.):\зиачительныйая су́мма τό σημαντικό ποσό·2. (важный) σημαντικός, σπουδαίος, σοβαρός:играть \зиачительныйую роль παίζω σπουδαίο ρόλο· \зиачительныйые события σημαντικά γεγονότα·3. (выразительный) ἐκφραστικός, ἐμφαντικός, μέ σημασία:\зиачительныйый взгляд τό ἐκφραστικό βλέμμα. -
4 красноречивый
красно||речи́выйприл1. εὐγλωττος, εὐφραδής·2. перен χαρακτηριστικός, ἐκφραστικός:\красноречивый взгляд τό ἐκφραστικό βλέμμα· \красноречивый факт τό χαρακτηριστικό γεγονός. -
5 выразительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноεκφραστικός• εύγλωττος, ευφράδης•-ое движение εκφραστική κίνηση•
-ые глаза εκφραστικά μάτια•
выразительный взгляд εκφραστικό βλέμμα•
выразительный ое чтение εκφραστική ανάγνωση.
-
6 живой
επ., βρ: жив, -а, -о.1. ζωντανός•он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•
-ая рыба ζωντανό ψάρι•
пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•
-ое существо ζωντανό πλάσμα•
живой труп ζωντανό πτώμα•
взять -ым πιάνω ζωντανό•
похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.
|| (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.
2. ζωικός, οργανικός•-ая природа ζωική φύση•
-ая материя ζωική ύλη.
|| ζωηρός•живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•
живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•
смех ζωηρό γέλιο•
-ые глаза ζωηρά μάτια•
-ые краски ζωηρά χρώματα•
-ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.
|| ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.3. πραγματικός, ζωντανός•живой пример ζωντανό παράδειγμα•
4. εκφραστικός• σαφής•-ое повествование εκφραστική διήγηση.
5. αξέχαστος, άσβεστος.εκφρ.живой вес – ζωντανό βάρος•- ая вода – το αθάνατο νερό•- ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•- ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•- ая рана – ανοιχτή πληγή•- ая связь – άμεση σύνδεση•- ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•- це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•-го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•-ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•на -ую руку – στα γρήγορα•ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•-ое место, – παλ. πιασμένη θέση•брать (взять) за - – όθ•задеть ή затронуть – κ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη). -
7 живописный
επ.βρ: -сен, -сна, -сно.1. ζωγραφικός.2. γραφικός, θελκτικός.3. μτφ. (για ύφος) περιγραφικός, ζωντανός, εκφραστικός. -
8 зернистый
επ., βρ: -нист, -а, -о1. κοκκώδης, κοκκωτός, κοκκιαστικός, σκυρωτός•известяк ωόλιθος ή ωολιθικός ασβεστόλιθος•
-снег κοκκορόχιονο•
-ая икра σπυρωτό χαβιάρι.
2. μτφ. εκφραστικός• εμφαντικός. -
9 значительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. σημαντικός• μεγάλος•-ая часть σημαντικό μέρος•
в -ой степени σε μεγάλο βαθμό•
-ая сумма σημαντικό ποσό.
2. σπουδαίος, σοβαρός•играть -ую роль παίζω σοβαρό ρόλο•
-ое место σπουδαία θέση.
3. εκφραστικός, εμφαντικός• πολυσήμαντος. -
10 картинный
επ., βρ: -инен, -инна, -инно.1. του πίνακα, της εικόνας, της ζωγραφιάς•-ая галерея πινακοθήκη.
2. γραφικός, ζωγραφιστός, πανέμορφος.3. (φιλγ.) εκφραστικός, παραστατικός. -
11 красноречивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. ευφραδής, εύγλωττος, εύστομος.2. εκφραστικός•-ое письмо εκφραστικό γράμμα•
красноречивый взгляд εκφραστική ματιά (που τα μαρτυρεί όλα).
3. αποδεικτικός, πειστικός• ζωντανός•красноречивый факт πειστικό γεγονός.
-
12 красочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. βαφικός•-ое производство η παραγωγή βαφών.
2. χρωματιστός, με χρώματα.3. μτφ. εκφραστικος, γλαφυρός• γραφικός• χαρακτηριστικός• ωραίος. -
13 маловыразительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноλίγο εκφραστικός. -
14 рассказчик
-а α.-ца, -ы θ.1. αφηγητής, -γήτρια.2. εκφραστικός αναγνώστης διηγημάτων. -
15 сочный
επ.-чен, -чна, -чно.1. εύχυμός, ζουμερός•-ые яблоки ζουμερά μήλα.
2. φρέσκος• ζωηρόχρωμος.3. μτφ. ωραίος, όμορφος, εκφραστικός, ζωντανός.4. μτφ. ηχητικός, ηχηρός•сочный голос ηχηρή φωνή.
-
16 чеканный
επ.1. νομισματοκοπτικός•чеканный станок νομισματοκοπτική μηχανή.
2. αποτυπωματικός.3. μτφ. καθαρός, σαφής, εκφραστικός• επιμελημένος. -
17 экспрессивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно; εκφραστικός•экспрессивный жест εκφραστική χειρονομία.
См. также в других словарях:
ἐκφραστικός — descriptive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφραστικός — ή, ό (Α ἐκφραστικός, ή, όν) ο αναφερόμενος στην έκφραση, ο ικανός να εκφράζεται ζωηρά, περιγραφικός, αυτός που καθρεφτίζει τον εσωτερικό, ψυχικό κόσμο («εκφραστικό πρόσωπο, βλέμμα, κίνηση, κ.λπ.») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκφραστικόν η δύναμη τής… … Dictionary of Greek
εκφραστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ικανός να εκφράζει κάτι καλά. 2. που καθρεφτίζει έντονο ψυχικό κόσμο: Έχει εκφραστικά μάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκφραστικόν — ἐκφραστικός descriptive masc acc sg ἐκφραστικός descriptive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφραστικῆς — ἐκφραστικός descriptive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφραστική — ἐκφραστικός descriptive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφραστικήν — ἐκφραστικός descriptive fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφραστικῶς — ἐκφραστικός descriptive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
εμφαντικός — ή, ό (Α ἐμφαντικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθιστά κάτι τελείως εμφανές, παραστατικός, εκφραστικός, εναργής 2. ζωηρός, έντονος, υπογραμμισμένος αρχ. 1. δηλωτικός, ενδεικτικός 2. εκφραστικός. επίρρ... εμφαντικώς, ά με τρόπο… … Dictionary of Greek
άπριγδα — ἄπριγδα επίρρ. (Α) απρίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικός, σύνθετος από α επιτατικό και πρίω «πριονίζω». Παράλληλος τ. απρίξ*] … Dictionary of Greek