-
1 исчислять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исчислять
-
2 оценивать
-
3 усматривать
-
4 ценить
ценю, ценишь, μτχ. ценящийρ.δ.μ.(κυρλξ. κ. μτφ.)• εκτιμώ•он дорого ценит этот перстень αυτός ακριβά εκτιμά αυτό το δαχτυλίδι•
во сколько -ните этот дом πόσο εκτιμάτε αυτό το σπίτι•
ценить человека по искренности εκτιμώ τον άνθρωπο από την ειλικρίνεια.
|| αναγνωρίζω•я ценю его заслуги εκτιμώ τις υπηρεσίες του.
(κυρλξ. κ. μτφ.)• εκτιμούμαι.
См. также в других словарях:
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek