-
1 εκροος
стяж. ἔκρους ὅ проток, выход (для воды), устье(ἔκροον ἔχειν εἰς θάλασσαν Her.; λίμνη οὐκ ἔχουσα ἔκρουν Arst.)
-
2 ἔκροος
A outflow, issue, ἔκροον ἔχειν ἐς θάλασσαν, of rivers, Hdt.7.129, cf. Arr.An.4.3.2(pl.).2 κατ' ἔκροον by excretion, Hp.Epid.2.1.7. -
3 ἔκροος
ἔκ-ροος, ὁ, der Ausfluß -
4 εκροη
-
5 εκρυσις
- εως ἥ2) «истечение», ранний выкидыш -
6 έκρου
-
7 ἔκρου
-
8 έκρους
-
9 ἔκρους
-
10 ἐκροή
II = ἔκροος II, Hp.Epid.2.1.7(pl.), Arist.Mete. 356a10, Pl.Phd. 112d, al.; περὶ τὰς ἐκροάς the places of efflux, in the human body, Arist.PA 688b28. -
11 ἐκ-ροή
-
12 ἔκ-ρυσις
-
13 διεκροος
-
14 έκροον
-
15 ἔκροον
-
16 έκρουν
ἔκροοςoutflow: masc acc sg (attic)ἐκρέωflow out: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ἐκρέωflow out: imperf ind act 1st sg (attic epic doric) -
17 ἔκρουν
ἔκροοςoutflow: masc acc sg (attic)ἐκρέωflow out: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ἐκρέωflow out: imperf ind act 1st sg (attic epic doric) -
18 ἔκρυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκρυσις
См. также в других словарях:
ἔκρου — ἔκροος outflow masc voc sg (attic) ἔκροος outflow masc gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκρους — ἔκροος outflow masc acc pl (attic) ἔκροος outflow masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκροον — ἔκροος outflow masc acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκρουν — ἔκροος outflow masc acc sg (attic) ἐκρέω flow out imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐκρέω flow out imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)