1 εκριζώνω
εκριζώνω οδόντα — вырывать зуб
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκριζώνω
εκριζώνω — και ξεριζώνω (AM ἐκριζῶ, όω) 1. αποσπώ κάτι από τη ρίζα, ξεριζώνω 2. μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω («ο ελληνισμός τής Μικράς Ασίας ξεριζώθηκε») … Dictionary of Greek
μεταρριζώ — μεταρριζῶ, όω (Α) εκριζώνω, ξεριζώνω … Dictionary of Greek