Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εκρηκτική

См. также в других словарях:

  • δυναμίτιδα — Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο… …   Dictionary of Greek

  • βαμβακοπυρίτιδα — Εκρηκτική ύλη που παράγεται με νίτρωση της κυτταρίνης με θειικό και νιτρικό οξύ. * * * η ονομασία εκρηκτικής ύλης που παράγεται με νίτρωση της κυτταρίνης (νιτροκυτταρίνη) …   Dictionary of Greek

  • υδρογονοβόμβα — Εκρηκτική βόμβα με μεγάλη καταστρεπτική ενέργεια. Η δράση της στηρίζεται σε θερμοπυρηνική αντίδραση. Είναι η ισχυρότερη μέχρι σήμερα βόμβα, που δοκιμάστηκε σε στόχους μη πολεμικούς. Μετά την έκρηξη των ατομικών βομβών στο Ναγκασάκι και τη… …   Dictionary of Greek

  • αματόλ — Εκρηκτική ύλη, ένωση αμμωνίου και τρινιτροτολουολίου …   Dictionary of Greek

  • αμμονάλ — Εκρηκτική ύλη με κύριο συστατικό της το νιτρικό αμμώνιο …   Dictionary of Greek

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • πυρίτιδα — (μπαρούτι). Στερεή εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται για την εκτόξευση ενός βλήματος από πυροβόλο όπλο, για την προώθηση πολεμικού μηχανήματος κ.ά. * * * η / πυρῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «άκαπνη πυρίτιδα» εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα… …   Dictionary of Greek

  • έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • αεροτορπίλη — Τορπίλη που ρίπτεται από αεροσκάφος (συνήθως από ειδικό τορπιλοπλάνο). Αποτελεί τροποποιημένη μορφή τορπίλης που δεν καταστρέφεται όταν πέφτει από ψηλά. Υπάρχουν πολλοί τύποι α., όλες όμως είναι κυλινδρικές, με περίβλημα από χάλυβα και… …   Dictionary of Greek

  • βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»