-
1 βόμβα
η1) бомба;ατομική (υδρογονική) βόμβα — атомная (водородная) бомба;
βόμβα βυθού — глубинная бомба;
ωρολογιακή βόμβα — бомба с часовым механизмом;
εμπρηστική (εκρηκτική) βόμβα — зажигательная (фугасная) бомба;
βόμβα ναπάλμ — напалмовая бомба;
βόμβα με μπίλιες ( — или με σφαιρίδια) — шариковая бомба;
ρίχνω βόμβες — сбрасывать бомбы;
2) большая бочка;3) баллон -
2 εκρηκτικός
-
3 μπόμπα
η1) бомба; снаряд;εκρηκτική (εμπρηστική) μπόμπα — фугасная (зажигательная) бомба;
ατομική (υδρογογική) μπόμπα — атомная (водородная) бомба;
μπόμπα ναπάλμ — напалмовая бомба;
ωρολογιακή μπόμπα — бомба с часовым механизмом, адская машина;
βραδυφλεγής μπόμπα — бомба замедленного действия;
2) большая бочка;3) газовый баллон; 4) перен., ирон. бочка (о женщине);§ είσορμώ ( — или μπαίνω) σαν μπόμπα — влететь бомбой, как бомба;
πέφτω σαν μπόμπα — свалиться как снег на голову
-
4 ουσία
η1) вещество;εκρηκτική ουσία — взрывчатое вещество;
2) сущность; существо, суть;λόγια χωρίς ουσία — пустые слова;
αότή είναι η ουσία — в этом суть;
στην ουσία — в сущности; — по существу;
κατ' οΰσίαν в действительности, на самом деле, по сути дела;3) вкус;δεν έχει ουσία — быть невкусным (о еде)
-
5 ανατινάζω
[με εκρηκτική ύλη]sprengen
См. также в других словарях:
δυναμίτιδα — Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο… … Dictionary of Greek
βαμβακοπυρίτιδα — Εκρηκτική ύλη που παράγεται με νίτρωση της κυτταρίνης με θειικό και νιτρικό οξύ. * * * η ονομασία εκρηκτικής ύλης που παράγεται με νίτρωση της κυτταρίνης (νιτροκυτταρίνη) … Dictionary of Greek
υδρογονοβόμβα — Εκρηκτική βόμβα με μεγάλη καταστρεπτική ενέργεια. Η δράση της στηρίζεται σε θερμοπυρηνική αντίδραση. Είναι η ισχυρότερη μέχρι σήμερα βόμβα, που δοκιμάστηκε σε στόχους μη πολεμικούς. Μετά την έκρηξη των ατομικών βομβών στο Ναγκασάκι και τη… … Dictionary of Greek
αματόλ — Εκρηκτική ύλη, ένωση αμμωνίου και τρινιτροτολουολίου … Dictionary of Greek
αμμονάλ — Εκρηκτική ύλη με κύριο συστατικό της το νιτρικό αμμώνιο … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
πυρίτιδα — (μπαρούτι). Στερεή εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται για την εκτόξευση ενός βλήματος από πυροβόλο όπλο, για την προώθηση πολεμικού μηχανήματος κ.ά. * * * η / πυρῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «άκαπνη πυρίτιδα» εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα… … Dictionary of Greek
έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… … Dictionary of Greek
αεροτορπίλη — Τορπίλη που ρίπτεται από αεροσκάφος (συνήθως από ειδικό τορπιλοπλάνο). Αποτελεί τροποποιημένη μορφή τορπίλης που δεν καταστρέφεται όταν πέφτει από ψηλά. Υπάρχουν πολλοί τύποι α., όλες όμως είναι κυλινδρικές, με περίβλημα από χάλυβα και… … Dictionary of Greek
βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… … Dictionary of Greek