-
1 εκπωματιστήρ
(-ήρος) ο штопор (для бутылок) -
2 пробочник
пробочникм разг τό ξεστουπωτήρι, τό τιρμπουσόν, ὁ ἐκπωματιστήρ. -
3 εκπωμα(σ)τήρ
(-ήρος) ο, εκπώμαστρον τό см. εκπωματιστήρ -
4 εκπωμα(σ)τήρ
(-ήρος) ο, εκπώμαστρον τό см. εκπωματιστήρ