1 εκπωματιστήρ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκπωματιστήρ
2 εκπωμα(σ)τήρ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκπωμα(σ)τήρ
3 εκπωμα(σ)τήρ