-
1 εκλαϊκευτικός
η, ό[ν] популяризаторский;κατά τρόπον εκλαϊκευτικόςόν — популярно
-
2 общедоступный
общедоступный 1) (о ценах) προσιτός 2) (понятный всем) εκλαϊκευτικός* * *1) ( о ценах) προσιτός2) ( понятный всем) εκλαϊκευτικός -
3 популярный
популярный 1) γνωστός, δημοφιλής 2) εκλαϊκευτικός (об изданий)· απλός, προσιτός (доступный)* * *1) γνωστός, δημοφιλής2) εκλαϊκευτικός ( об издании); απλός, προσιτός ( доступный) -
4 популярный
популярн||ыйприл ἐκλαϊκευτικός, λαϊκός, δημοφιλής, λαοφιλής. -
5 научно-популярный
επ.επιστημονικός-εκλαικευτικός•-ая литература επιστημονική-εκλαικευτική λογοτεχνία.
См. также в других словарях:
εκλαϊκευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην εκλαΐκευση … Dictionary of Greek
εκλαϊκευτικός — ή, ό επίρρ. ά ο κατάλληλος να εκλαϊκεύει (βλ. λ.), που εκλαϊκεύει: Εκλαϊκευτικά βιβλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)