-
1 εκκαθαρίζω
1. μετ.1) прям., перен. очищать, чистить, производить чистку; расчищать;εκκαθαρίζω τό κόμμα — произвести чистку рядов партии;
2) улаживать; выяснять; решать;εκκαθαρίζω υπόθεση — улаживать дело;
εκκαθαρίζω λογαριασμό — рассчитываться, платить по счёту;
εκκαθαρίζω τούς λογαριασμούς — сводить счёты;
2. αμετ. выясниться, проясниться;τό ζήτημα εξεκαθάρισε вопрос выяснен -
2 ἐκκαθαρίζω
V 1-2-1-0-1=5 Dt 32,43; Jos 17,18; JgsB 20,13; Is 4,4; Od 2,43to purge Dt 32,43; to clear away JgsB 20,13; neol. -
3 ἐκκαθαρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκαθαρίζω
-
4 εκκαθαρίζω
1) apurer2) liquider -
5 εκκαθαρίζω
1) likwidować czas.2) oczyścić czas.3) zlikwidować czas. -
6 εκκαθαρίζω
1) likvidovat2) vyřídit3) zlikvidovat -
7 εκκαθαρίζω
1) clean2) cleanse3) liquidateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εκκαθαρίζω
-
8 εκκαθαρίσει
ἐκκαθαρίζωaor subj act 3rd sg (epic)ἐκκαθαρίζωfut ind mid 2nd sgἐκκαθαρίζωfut ind act 3rd sg -
9 ἐκκαθαρίσει
ἐκκαθαρίζωaor subj act 3rd sg (epic)ἐκκαθαρίζωfut ind mid 2nd sgἐκκαθαρίζωfut ind act 3rd sg -
10 εκκαθαριεί
ἐκκαθαρίζωfut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐκκαθαρίζωfut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
11 ἐκκαθαριεῖ
ἐκκαθαρίζωfut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐκκαθαρίζωfut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
12 εκκαθαρίζει
-
13 ἐκκαθαρίζει
-
14 εκκαθαρίσαι
-
15 ἐκκαθαρίσαι
-
16 εκκαθαριείς
-
17 ἐκκαθαριεῖς
-
18 εκκαθαριζομένους
-
19 ἐκκαθαριζομένους
-
20 εκκαθαριούμεν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εκκαθαρίζω — και ξεκαθαρίζω (AM ἐκκαθαρίζω) νεοελλ. 1. απαλλάσσω κάτι απ ό,τι περιττό ή άχρηστο 2. (για υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ.) απαλλάσσω από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν 3. (για υπόθεση) αποσαφηνίζω («το ζήτημα ξεκαθάρισε») 4. (για… … Dictionary of Greek
εκκαθαρίζω — ξεκαθαρίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκκαθαρίσει — ἐκκαθαρίζω aor subj act 3rd sg (epic) ἐκκαθαρίζω fut ind mid 2nd sg ἐκκαθαρίζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαριεῖ — ἐκκαθαρίζω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκκαθαρίζω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαρίζει — ἐκκαθαρίζω pres ind mp 2nd sg ἐκκαθαρίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαρίσαι — ἐκκαθαρίζω aor inf act ἐκκαθαρίσαῑ , ἐκκαθαρίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαριεῖς — ἐκκαθαρίζω fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαριζομένους — ἐκκαθαρίζω pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαριοῦμεν — ἐκκαθαρίζω fut ind act 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαρισθῆναι — ἐκκαθαρίζω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαριῶ — ἐκκαθαρίζω fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)