Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

εκδρομών

См. также в других словарях:

  • ἐκδρομῶν — ἐκδρομή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκδρομισμός — ο δραστηριοποίηση για τη διοργάνωση ομαδικών εκδρομών …   Dictionary of Greek

  • ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ίντερλακεν — (Interlaken). Κωμόπολη (περ. 5.000 κάτ.) της Ελβετίας, στο καντόνι της Βέρνης. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Άαρ, ανάμεσα στις λίμνες Τουν και Μπρίεντς, κοντά στη Βέρνη, περίπου 600 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Λόγω της ορεινής… …   Dictionary of Greek

  • Λουκούς, μονή — Βυζαντινό μοναστήρι του 12ου ή 13ου αι., 5 χλμ. Δ του Άστρους της Κυνουρίας. Μολονότι είναι δύσκολο να ετυμολογηθεί η ονομασία του, φαίνεται πιθανή η υπόθεση ότι παράγεται από τη λατινική λέξη lucus (= ιερό άλσος), αφού ακόμη και στη σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • Νίμπουρ, Κάρστενς — (Karsten Niebuhr, 1733 – 1815). Γερμανός γεωγράφος και εξερευνητής. Ταξίδεψε μαζί με Δανούς επιστήμονες, στην Αραβία, την Περσία και τις γειτονικές χώρες και έγραψε διάφορα έργα, στα oποία περιγράφει τις εντυπώσεις και τα αποτελέσματα των ερευνών …   Dictionary of Greek

  • Σπιναλόγκα — Μικρό νησί της Κρήτης στη δυτική ακτή του κόλπου του Μιραμπέλλου, γνωστό σήμερα και με το όνομα Καλυδών. Οι Βενετσιάνοι έχτισαν εκεί το 1579, ένα ισχυρότατο φρούριο για την ασφάλεια του λιμανιού της Ελούντας. Στα παλιότερα βενετσιάνικα έγγραφα… …   Dictionary of Greek

  • εκδρομισμός — ο 1. η κίνηση για τη δημιουργία ομαδικών εκδρομών. 2. το να κάνει κανείς εκδρομές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»