-
1 εκδρομοι
-
2 εκδρομη
ἥ1) стремительная вылазка, набег, нападение Xen.ἐκδρομαῖς χρήσεσθαι πρός τι Plut. — совершать набеги на что-л.
См. также в других словарях:
έκδρομος — ἔκδρομος, ο (Α) 1. αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας 2. στον πληθ. οἱ ἔκδρομοι οι στρατιώτες που ξεφεύγουν από τις τάξεις τους και ορμούν στον εχθρό, οι ακροβολιστές … Dictionary of Greek