Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εκδικούμαι

  • 1 мстить

    мщу, мстишь
    ρ.δ. εκδικούμαι, ανταδικώ, ξεδικιέμαι, βγάζω το άχτι μου•

    врагу εκδικούμαι τον εχθρό•

    мстить за оскорбление εκδικούμαι για την προσβολή.

    Большой русско-греческий словарь > мстить

  • 2 мстить

    мстить εκδικούμαι, εκδικιέμαι
    * * *
    εκδικούμαι, εκδικιέμαι

    Русско-греческий словарь > мстить

  • 3 мстить

    мстить
    несов ἐκδικιέμαι, ἐκδικούμαι, τιμωρώ:
    \мстить врагам ἐκδικοῦμαι τους ἐχθρούς.

    Русско-новогреческий словарь > мстить

  • 4 сквитать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сквитанный βρ: -тан, -а, -о
    παλ. εξοφλώ, ξεπληρώνω•

    сквитать долг ξεπληρώνω το χρέος.

    || μτφ. εκδικούμαι.
    εκφρ.
    сквитать мяч или гол – ανταποδίδω το γκολ•
    сквитать счёт – ισοφαρίζω (στο παιγνίδι).
    εξοφλώ (χρ;ηματ. λογαριασμούς). || μτφ. εκδικούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сквитать

  • 5 вымещать

    вымещать
    несов (на ком-л.) ἐκδικούμαι, ξεσπάνω, ξεσπώ, βγάζω τό ἄχτι:
    \вымещать злобу на ко́м-л. ξεσπώ τό θυμό μου σέ κάποιον, ξεσπάω σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > вымещать

  • 6 чинить

    чинить I
    несов
    1. (починять) (ἐπι-) διορθώνω, ἐπισκευάζω/ μπαλώνω (класть заплаты):
    \чинить о́бувь ἐπιδιορθώνω τά παπούτσια· \чинить белье ἐπιδιορθώνω τά ἀσ-πρόρρουχα· \чинить замо́к διορθώνω τήν κλειδαριά·
    2. (карандаш) ξύνω, ἀκονίζω, κάνω μύτη.
    чинить II
    несов (устраивать, создавать) δημιουργώ, προξενώ, προκαλώ:
    \чинить препятствия δημιουργώ ἐμπόδια· \чинить расправу ἐκδικοὔμαι κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > чинить

  • 7 выместить

    -ещу, -естишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымещенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ. κ. αμ.
    1. εκδικούμαι, βγάζω το άχτι μου.
    2. ξεσπώ, ξεσπάζω•

    он -ил свою досаду на жену ξέσπασε το πείσμα του στη γυναίκα του.

    Большой русско-греческий словарь > выместить

  • 8 карать

    ρ.δ. μ. τιμωρώ, κολάζω, εκδικούμαι σκληρά•

    закон -ет взяточничество ο νόμος τιμωρεί τη δωροδοκία•

    карать принудительными, работами τιμωρώ με καταναγκαστικά έργα.

    || παλ. καταδικάζω, κατακρίνω, κατηγορώ.
    τιμωρούμαι σκληρά κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > карать

  • 9 отлить

    отолью, отольшь, παρλθ. χρ. отлил, отлила отлило, προστκ. отли,ав. μτχ. παρλθ. χρ. отлитый, βρ: отлит, отлита, отлито
    ρ.σ.μ. (με γεν. κ. αιτ.).
    1. εκχύνω, ξεχύνω• αδειάζω ρίχνω.
    2. αντλώ, βγάζω•

    отлить воду из котлована βγάζω νερό από το λάκκο.

    3. (για νερό, κύμα κ.τ.τ.) γυρίζω, κυλώ πίσω επιστρέφω.
    4. συνεφέρω χύνοντας νερό.
    5. (απλ.) βρέχω, καταβρέχω μουσκεύω.
    6. (τεχ.) χύνω, εκτυπώνω•

    отлить колокол χύνω καμπάνα•

    отлить статую χύνω άγαλμα•

    отлить детали χύνω εξαρτήματα.

    (για μέταλλα) χύνομαι, εκτυπώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, παίρνω τη μορφή.
    εκφρ.
    отольются волку овечьи ή кошке мышкины слёзки; отольются чьи слёзы (слёзки) кому – εκδικούμαι, βγάζω το άχτι μου θα -κλάψει και η δική σου μάνα• έσεται ήμαρ, θά ρθειη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > отлить

  • 10 отплатить

    -лачу, -латишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отплаченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανταποδίδω πληρώνω με το ίδιο νόμισμα•

    злом за зло ανταποδίδω το κακό•

    отплатить добром за зло κάνω καλό αντί για κακό.

    2. εκδικούμαι, αντεκδικούμαι • βγάζω το άχτι μου.
    εκφρ.
    отплатить той же монетой – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα, ανταποδίδω τα ίσα.

    Большой русско-греческий словарь > отплатить

  • 11 поквитаться

    ρ.σ.
    εξοφλώ το χρέος ολοκληρωτικά. || μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > поквитаться

  • 12 разведаться

    ρ.σ. παλ. εκδικούμαι, αντι-πληρώνω, βγάζω το άχτι, το γινάτι.

    Большой русско-греческий словарь > разведаться

  • 13 разделать

    ρ.σ.μ.
    1. επεξεργάζω, -ομαι, ετοιμάζω, δουλεύω.
    2. μτφ. κανονίζω, διορθώνω, συνετίζω.
    3. διανοίγω, φαρδύνω οπή.
    1. απαλλάσσομαι, γλυτώνω• ξεφορτώνομαι• απελευθερώνομαι• ξεμπλέκω.
    2. λογαρ ιάζομα ι, λύνω τις διαφορές• εκδικούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > разделать

  • 14 расквитаться

    ρ.σ.
    1. εξοφλώ, ξεπληρώνω.
    2. μτφ. εκδικούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > расквитаться

  • 15 расплатиться

    ρ.σ.
    1. ξεπλερώνω, εξοφλώ•

    с долгами εξοφλώ τα χρέη.

    || μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι.
    2. μτφ. τιμωρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > расплатиться

  • 16 рассчитать

    -аю, -аешъ, παθ. μτχ. παρλθ. рассчитанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. υπολογίζω, λογαριάζω•

    -ай, сколько выйдет на каждого λογάριασε, πόσο πέφτει στον καθένα•

    рассчитать стоимость товара λογαριάζω την αξία του εμπορεύματος•

    всё было -о όλα υπολογίστηκαν.

    || προορίζω•

    книга -а для детей το βιβλίο είναι για παιδιά.

    2. εξοφλώ (τον απολυόμενο)•

    рассчитать рабочего εξοφλώ τον εργάτη.

    3. αριθμώ κατά τη (γυμναστική) σύνταξη.
    1. ξεπλερώ-νω, εξοφλώ•

    рассчитать с долгами ξοφλώ με τα χρέη.

    2. απολύομαι, εξοφλώ οικονομικά με τον εργοδότη.
    3. μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς.
    4. αριθμώ, μετρώ (κατά τη σύνταξη)•

    рассчитать по порядку номеров μετρώ κατ αύξοντα αριθμό.

    Большой русско-греческий словарь > рассчитать

См. также в других словарях:

  • εκδικούμαι — εκδικούμαι, εκδικήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. εκδικιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκδικούμαι — και εκδικιέμαι εκδικήθηκα, μτβ. και αμτβ., ανταποδίνω αδικία ή προσβολή που μου έγινε, παίρνω εκδίκηση, γδικιέμαι: Εκδικήθηκε το φόνο του πατέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ …   Dictionary of Greek

  • εκδίκηση — και (ε)γδίκηση, η (AM ἐκδίκησις) 1. η ανταπόδοση τού κακού από αυτόν που αδικήθηκε ή από συγγενή του 2. βοήθεια, υπεράσπιση («δράμε εις εκδίκησιν τής Κωνσταντίνου πόλης», «ὁ Θεός... ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῡ») νεοελλ. φρ. «παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • εκδικώ — και γδικώ και ξεδικώ (AM ἐκδικῶ, έω) μέσ. εκδικούμαι και εκδικιέμαι και γδικιέμαι (AM ἐκδικοῡμαι, έομαι) 1. παίρνω εκδίκηση για κάτι, τιμωρώ για αδικία ή προσβολή που μού έγινε 2. παίρνω εκδίκηση για αδικία που έγινε σε άλλον 3. βοηθώ κάποιον που …   Dictionary of Greek

  • ξεδικιούμαι — και ξεδικιώνουμαι και ξεδικιέμαι εκδικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκδικούμαι (βλ. και λ. ξ(ε) )] …   Dictionary of Greek

  • παραγδικιώνω — τιμωρώ πολύ σκληρά κάποιον που με προσέβαλε ή μέ αδίκησε, εκδικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γδικιώνω «εκδικούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • προτιμωρώ — έω, Α 1. βοηθώ κάποιον εκ τών προτέρων («μὴ ὀργισθῆναι ὅτι ἡμῑν οὐ προυτιμωρήσατε», Θουκ.) 2. μέσ. προτιμωροῡμαι, έομαι εκδικούμαι κάποιον εκ τών προτέρων, τιμωρώ («ἐβούλοντο πρότερον, εἰ δύναιντο, προτιμωρήσασθαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * +… …   Dictionary of Greek

  • άτιτος — ἄτιτος, ον (Α) 1. αυτός που παραμένει ανεκδίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τίνω «πληρώνω, ανταποδίδω, εκδικούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»