-
21 ἐκβολῆς
ἐκβολεύςinspector of dykes: masc nom plἐκβολεύςinspector of dykes: masc nom /voc plἐκβολήthrowing out: fem gen sg (attic epic ionic) -
22 εκβολήσιν
-
23 ἐκβολῇσιν
-
24 εκβολαίς
-
25 ἐκβολαῖς
-
26 εκβολαίσι
-
27 ἐκβολαῖσι
-
28 εκβολαίσιν
-
29 ἐκβολαῖσιν
-
30 εκβολαί
-
31 ἐκβολαί
-
32 εκβολών
-
33 ἐκβολῶν
-
34 εκβολάν
-
35 ἐκβολάν
-
36 εκβολάς
-
37 ἐκβολάς
-
38 εκβολέων
ἐκβολεύςinspector of dykes: masc gen plἐκβολέω̆ν, ἐκβολεύςinspector of dykes: masc gen plἐκβολήthrowing out: fem gen pl (epic ionic) -
39 ἐκβολέων
ἐκβολεύςinspector of dykes: masc gen plἐκβολέω̆ν, ἐκβολεύςinspector of dykes: masc gen plἐκβολήthrowing out: fem gen pl (epic ionic) -
40 εκβολήν
См. также в других словарях:
ἐκβολή — throwing out fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… … Dictionary of Greek
εκβολή — η 1. βίαιη εξαγωγή, απόσπαση, εκδίωξη: Εκβολή εμβρύου (άμβλωση). 2. (για ποταμό), ιδίως στον πληθ., οι εκβολές το στόμιο, το σημείο όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα. 3. (ναυτ.), είδος αβαρίας, η χύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκβολῇ — ἐκβολῆι , ἐκβολεύς inspector of dykes masc dat sg (epic ionic) ἐκβολή throwing out fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολῆ — ἐκβολεύς inspector of dykes masc nom/voc/acc dual ἐκβολεύς inspector of dykes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλανση ή εκβολή — Μέθοδος μηχανικής επεξεργασίας, η οποία εκμεταλλεύεται την ιδιότητα ελατότητας ορισμένων μετάλλων και συνθετικών υλών, για να τα μεταβάλει από κομμάτια ή πλάκες, σε κοίλα σώματα, με διατομή μικρότερη από τη διατομή του αρχικού τεμαχίου και με… … Dictionary of Greek
ἐκβολαῖς — ἐκβολή throwing out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολαῖσι — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολαῖσιν — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολαί — ἐκβολή throwing out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολῇσιν — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)