Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εκατονταρχης

См. также в других словарях:

  • ἑκατοντάρχης — leader of a hundred masc nom sg ἑκατονταρχέω to be a centurion imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατοντάρχαι — ἑκατοντάρχης leader of a hundred masc nom/voc pl ἑκατοντάρχᾱͅ , ἑκατοντάρχης leader of a hundred masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατονταρχῶν — ἑκατοντάρχης leader of a hundred masc gen pl ἑκατονταρχέω to be a centurion pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατοντάρχαις — ἑκατοντάρχης leader of a hundred masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατοντάρχην — ἑκατοντάρχης leader of a hundred masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατοντάρχῃ — ἑκατοντάρχης leader of a hundred masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • ἑκατοντάρχας — ἑκατοντάρχᾱς , ἑκατοντάρχης leader of a hundred masc acc pl ἑκατοντάρχᾱς , ἑκατοντάρχης leader of a hundred masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • сотник — ст. слав. сътьникъ ἑκατοντάρχης (Мар., Зогр.). Калькирует греч. слово …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • εκατόνταρχος — Αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού που διοικούσε μία εκατονταρχία (βλ. λ.). Διακριτικό σύμβολο των ε. ήταν ένα κλήμα αμπελιού. Οι καλύτεροι από αυτούς διορίζονταν διοικητές της πρώτης εκατονταρχίας της πρώτης κοόρτεως. Όσοι από τους ε. δεν ήταν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»