-
1 εισηγητης
-
2 εισηγητής
ο1) докладчик, ορέτορ; 2) референт; 3) автор (предложения, закона и т. п.);εισηγητής προτάσεως — автор предложения;
4) военный следователь
См. также в других словарях:
εἰσηγητής — one who brings in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισηγητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που κάνει την εισήγηση, που προτείνει κάτι για συζήτηση: Ο εισηγητής του νέου εκλογικού νόμου. 2. ο εμπνευστής, ο υποκινητής, ο ηθικός αυτουργός: Εισηγητής εκπαιδευτικών καινοτομιών. 3. σε πολυμελή συμβούλια, αυτός που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εισηγητής — ο (θηλ. εισηγήτρια, η) (AM εἰσηγητής) αυτός που υποβάλλει ή διατυπώνει γραπτή ή προφορική εισήγηση για κάποιο θέμα νεοελλ. 1. αυτός που εισάγει προς συζήτηση νομοθέτημα, πρόταση, σχέδιο αποφάσεως κ.λπ. στη βουλή, σε σύλλογο, συμβούλιο, σωματείο κ … Dictionary of Greek
εἰσηγηταῖς — εἰσηγητής one who brings in masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσηγηταί — εἰσηγητής one who brings in masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσηγητοῦ — εἰσηγητής one who brings in masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσηγητῇ — εἰσηγητής one who brings in masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσηγητήν — εἰσηγητής one who brings in masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσηγητῶν — εἰσηγητής one who brings in masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσηγηταί — εἰσηγητής one who brings in masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσηγητής — εἰσηγητής one who brings in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)