Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εισηγητής

См. также в других словарях:

  • εἰσηγητής — one who brings in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισηγητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που κάνει την εισήγηση, που προτείνει κάτι για συζήτηση: Ο εισηγητής του νέου εκλογικού νόμου. 2. ο εμπνευστής, ο υποκινητής, ο ηθικός αυτουργός: Εισηγητής εκπαιδευτικών καινοτομιών. 3. σε πολυμελή συμβούλια, αυτός που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εισηγητής — ο (θηλ. εισηγήτρια, η) (AM εἰσηγητής) αυτός που υποβάλλει ή διατυπώνει γραπτή ή προφορική εισήγηση για κάποιο θέμα νεοελλ. 1. αυτός που εισάγει προς συζήτηση νομοθέτημα, πρόταση, σχέδιο αποφάσεως κ.λπ. στη βουλή, σε σύλλογο, συμβούλιο, σωματείο κ …   Dictionary of Greek

  • εἰσηγηταῖς — εἰσηγητής one who brings in masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσηγηταί — εἰσηγητής one who brings in masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσηγητοῦ — εἰσηγητής one who brings in masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσηγητῇ — εἰσηγητής one who brings in masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσηγητήν — εἰσηγητής one who brings in masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσηγητῶν — εἰσηγητής one who brings in masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσηγηταί — εἰσηγητής one who brings in masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσηγητής — εἰσηγητής one who brings in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»