Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εισβολέας

См. также в других словарях:

  • εισβολέας — ο αυτός που κάνει εχθρική επιδρομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εισβολεύς μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • εισβολέας — ο ο επιδρομέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Music of Greece — General topics Ancient Byzantine Néo kýma Polyphonic song Genres Entehno …   Wikipedia

  • εφοδιαστής — ο (Α ἐφοδιαστής) [εφοδιάζω] νεοελλ. αυτός που παρέχει, που χορηγεί τα αναγκαία εφόδια, ο προμηθευτής, ο ανεφοδιαστής αρχ. 1. πιθ. περιηγητής, ταξιδιώτης 2. εισβολέας …   Dictionary of Greek

  • Μουνιχία — Αρχαία ονομασία πειραϊκής χερσονήσου, όπου υψώνεται σήμερα ο λόφος του Προφήτη Ηλία. Οι αρχαίοι ονόμαζαν Μ. τον λόφο, το ψηλότερο δηλαδή σημείο της χερσονήσου, όπου υπήρχαν διάφορα ιερά και θέατρο. Η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη. Ορισμένοι… …   Dictionary of Greek

  • επιδρομέας — ο πληθ. είς, αυτός που κάνει επιδρομή (βλ. λ.), που εισβάλλει σε ξένη χώρα για κατάκτηση, διαρπαγή και λεηλασία, ο εισβολέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»