Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εισβάλλω

  • 1 εισβάλλω

    [извало] р. вторгаться.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εισβάλλω

  • 2 вторгнуться

    -нусь, -нешься, παρλθ. χρ. вторгся, -глась, -глось
    ρ.σ.
    εισβάλλω, επιτίθεμαι αιφνίδια•

    враг -гея на нашу страну ο εχθρός εισέβαλε στη χώρα μας.

    || μτφ. επεμβαίνω κατάφορα•

    вторгнуться в чужие дела επεμβαίνω ξεδιάντροπα στις ξένες υποθέσεις.

    || εισχωρώ, εισβάλλω, εισδύω, μπαίνω μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > вторгнуться

  • 3 проникание

    η διείσδυση, η εισχώρηση, η διαπεραστικότητα
    -ть εισχωρώ, διεισδύω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проникание

  • 4 вторгаться

    вторгаться
    несов-, вторгнуться сов εἰσβάλλω, κάνω ἐπιδρομή, ἐπεμβαίνω:
    \вторгаться в чужие владения καταπατώ ξένη ἰδιοκτησία· \вторгаться в чужую жизнь ἐπεμβαίνω στή ζωή ἐνός ἄλλου.

    Русско-новогреческий словарь > вторгаться

  • 5 вторгаться

    [φταργκάτσα] ρ. εισβάλλω

    Русско-греческий новый словарь > вторгаться

  • 6 вторгаться

    [φταργκάτσα] ρ εισβάλλω

    Русско-эллинский словарь > вторгаться

  • 7 ввергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. вверг, -ла, -ло κ. παλ. ввергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввергнутый, βρ: -нут, -а, -о и. παλ. вверженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    ρίχνω, πετώ μέσα•

    ввергнуть в темницу ρίχνω στη σκοτεινή φυλακή, στο μπουντρούμι.

    πέφτω με δύναμη, εισβάλλω• βυθίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ввергнуть

  • 8 вклинить

    ρ.σ.μ.
    ενσφηνώνω, βάζω σφήνα. || μτφ. εμβάλλω, παρεμβάλλω (λέξη, φράση).
    ενσφηνώνομαι εισχωρώ, εισβάλλω, χώνομαι• εισορμώ• διεισδύω.

    Большой русско-греческий словарь > вклинить

  • 9 внести

    -су, -сёшь, παρλθ. χρ. внес, внесла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -сенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, μπάζω, εισφέρω, είσκομίζω•

    внести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    2. εγγράφω, καταχωρώ•

    внести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    3. πληρώνω•

    внести плату за обучение πληρώνω τα δίδακτρα•

    внести свой долго πληρώνω το μερτικό μου.

    4. (επι)φέρω, προκαλώ•

    внести замешательство φέρω σύγχυση•

    внести разлад в семью φέρω διχόνοια στην οικογένεια.

    5. παρουσιάζω, καταθέτω, προτείνω• υποβάλλω•

    внести предложение κάνω πρόταση•

    -законопроект υποβάλλω νομοσχέδιο.

    εκφρ.
    - ясность – διασαφηνίζω, διαλευκαίνω.
    εισορμώ, εισβάλλω, μπουκάρω.

    Большой русско-греческий словарь > внести

  • 10 вомчать

    -мчу, -мчишь
    ρ.σ.μ.
    μεταφέρω μέσα γρήγορα, βιαστικά.
    εισβάλλω, εισδύω γρήγορα, βιαστικά (για ζώο, όχημα).

    Большой русско-греческий словарь > вомчать

  • 11 ворваться

    -вусь, -вёшься, παρλθ. χρ. -ался, -лась, -лось, κ. -лось
    ρ.σ.
    εισορμώ, ορμώ μέσα, εισβάλλω βίαια•

    ворваться в окопы противника ορμώ μέσα στα χαρακώματα του εχθρού.

    Большой русско-греческий словарь > ворваться

  • 12 врезать

    вре/ зать, вреза/ть
    врежу, врежешь ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα εγκόπτοντας•

    врезать замок в дверь βάζω εσωτερική κλειδαριά στην πόρτα.

    2. μτφ. τυπώνω, βάζω (στο μυαλό, νου, μνήμη).
    1. κόβοντας, σχίζοντας μπαίνω μέσα, μπήγομαι, χώνομαι μέσα•

    лодка -лась в песок η βάρκα κόλλησε στον άμμο.

    2. εισβάλλω, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•

    конница -лась в неприятельскую пехоту το ιππικό εισέδυσε στο εχθρικό πεζικό.

    3. μτφ. τυπώνομαι (στο μυαλό, νου, μνήμη).
    4. (απλ.) ερωτεύομαι•

    врезать по уши ερωτεύομαι τρελλά, είμαι φοβερά ερωτοχτυπημένος.

    Большой русско-греческий словарь > врезать

  • 13 набегать

    ρ.δ.
    1. βλ. набежать.
    2. αφήνω Ιχνη, τορό.
    3. εκγυμνάζω, εξασκώ στο τρέξιμο.
    τρέχω πολύ. || κουράζομαι από το πολύ τρέξιμο.
    ρ.δ.
    1. βλ. набежать.
    2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω, εισορμώ.
    3. επισκέπτομαι, σπάνια, και στα πεταχτά.
    4. διπλώνω, σουφρώνω (για ενδύματα).

    Большой русско-греческий словарь > набегать

  • 14 наездничать

    ρ.δ. παλ. εισβάλλω αιφνίδια έφιππος.

    Большой русско-греческий словарь > наездничать

  • 15 налететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώντας πέφτω επάνω, επιπίπτω. || τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα προσκρούω•

    автомобиль -л на столб το αυτοκίνητο προσέκρουσε στο στύλο.

    || μτφ. συναντώ, τρακάρω•

    налететь на подлеца πέφτω σε παλιάνθρωπο.

    2. ορμώ, επιτίθεμαι από τον αέρα.
    3. εισορμώ. || ρίχνομαι λαίμαργα.
    4. μτφ. επιτίθεμαι με βρισιές, απειλές κ.τ.τ.
    5. (για άνεμο, θύελλα) ενσκήπτω. || καταλαμβάνομαι, κυρι|εύομαι (από αισθήματα, πάθη κ.τ.τ.).
    6. εισβάλλω, πέφτω•

    на южные районы -ла саранча στις νότιες περιοχές έπεσε ακρίδα.

    7. επικάθομαι, συσσωρεύομαι, μαζεύομαι•

    на сткла -ла пыль στα τζάμια κάθησε σκόνη.

    || συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι από τα πέριξ.

    Большой русско-греческий словарь > налететь

См. также в других словарях:

  • εἰσβάλλω — throw into pres subj act 1st sg εἰσβάλλω throw into pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισβάλλω — εισβάλλω, εισέβαλα βλ. πίν. 146 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εισβάλλω — (AM εἰσβάλλω, Α και ἐσβάλλω) εισέρχομαι ως εχθρός σε μια χώρα («Πελοποννήσιοι... ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν») νεοελλ. εισέρχομαι ορμητικά («εισέβαλε στο δωμάτιό μου») αρχ. μσν. 1. εισέρχομαι, μπαίνω 2. αρχίζω αρχ. 1. ρίχνω μέσα, εισάγω 2. επιβιβάζω… …   Dictionary of Greek

  • εισβάλλω — εισέβαλα, αμτβ. 1. μπαίνω με στρατό ως εχθρός ή έχοντας κατακτητικούς σκοπούς. 2. μπαίνω ξαφνικά και ορμητικά, μπουκάρω. 3. (για ποταμό), χύνομαι: Ο Εργίνης εισβάλλει στον Έβρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσβάλῃ — εἰσβάλλω throw into aor subj mp 2nd sg εἰσβάλλω throw into aor subj act 3rd sg εἰσβά̱λῃ , εἰσβάλλω throw into aor subj mid 2nd sg (doric) εἰσβά̱λῃ , εἰσβάλλω throw into aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσβάλῃ — εἰσβάλλω throw into aor subj mp 2nd sg εἰσβάλλω throw into aor subj act 3rd sg ἐσβά̱λῃ , εἰσβάλλω throw into aor subj mid 2nd sg (doric) ἐσβά̱λῃ , εἰσβάλλω throw into aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβαλοῦσι — εἰσβάλλω throw into aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εἰσβάλλω throw into fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) εἰσβάλλω throw into fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβαλοῦσιν — εἰσβάλλω throw into aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εἰσβάλλω throw into fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) εἰσβάλλω throw into fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβάλετε — εἰσβάλλω throw into aor imperat act 2nd pl εἰσβά̱λετε , εἰσβάλλω throw into aor subj act 2nd pl (epic doric) εἰσβάλλω throw into aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσβάλλῃ — εἰσβάλλω throw into pres subj mp 2nd sg εἰσβάλλω throw into pres ind mp 2nd sg εἰσβάλλω throw into pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσβαλοῦσι — εἰσβάλλω throw into aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εἰσβάλλω throw into fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) εἰσβάλλω throw into fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»