-
1 εισαγωγικός
[исагогикос] εκ вводный, вступительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εισαγωγικός
-
2 вступительный
εισαγωγικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вступительный
-
3 вступительный
вступительный 1) εισαγωγικός, εισιτήριος \вступительныйые экзамены οι εισαγωγικές εξετάσεις 2): \вступительныйое слово о εναρκτήριος λόγος* * *1) εισαγωγικός, εισιτήριοςвступи́тельные экза́мены — οι εισαγωγικές εξετάσεις
2)вступи́тельное сло́во — ο εναρκτήριος λόγος
-
4 импортный
-
5 импортный
επ.εισαγωγικός•-ые пошлины εισαγωγικός φόρος (δασμός)•
-ые товары εμπορεύματα από το εξωτερικό.
-
6 вводный
вво́дн||ыйприл είσαγωγικός, εἰσηγητικός:\вводныйая лекция ἡ εἰσαγωγική διάλεξη; \вводныйое слово (предложение) грам. παρενθετική λέξη (πρόταση). -
7 ввозный
ввоз||ныйприл эк. είσαγωγικός. -
8 вступительный
вступи́тельн||ыйприл είσαγωγικός:\вступительныйые экзамены οἱ είσαγωγικές (или οἱ εἰσιτήριες) ἐξετάσεις· · \вступительный взнос τά δικαιώματα ἐγγραφής· \вступительныйое слово ὁ ἐναρκτήριος λόγος. -
9 импортный
импорт||ный(и. τής είσαγωγής, εἰσαγωγικός, είσοδος. -
10 пошлина
пошлинаж ὁ δασμός, ὁ φόρος:ввозная \пошлина ὁ είσαγωγικός δασμός, τά είσαγω-γικά τέλη· вывоз на я \пошлина ὁ ἐξαγωγικός δασμός· таможенная \пошлина ὁ τελωνειακός δασμός. -
11 вводный
[ββόντνυϊ] επ. εισαγωγικός -
12 вступительный
[φστσυπίτιελ'νυϊ] εκ. εισαγωγικός -
13 вводный
[ββόντνυϊ] επ εισαγωγικός -
14 вступительный
[φστσυπίτιελ'νυϊ] επ εισαγωγικός -
15 вводный
επ.1. εισαγωγικός. || της εισαγωγής καλωδίων.2. του προλόγου•-ая часть το εισαγωγικό μέρος, η εισαγωγή.
εκφρ.- ое слово – (παρνθ. λέξη)•- ое предложение – εισαγωγική πρόταση (ίδιο της ρωσικής σύνταξης). -
16 ввозный
επ.εισαγωγικός•-ые пошлины εισαγωγικοί δασμοί.
-
17 вступительный
επ.εισαγωγικός• εναρκτήριος• αρχικός•-ое слово εναρκτήριος λόγος•
-ая часть εισαγωγή, πρόλογος•
-ые экзамены εισαγωγικές εξετάσεις•
вступительный взнос συνδρομή εγγραφής,
-
18 завозный
επ.εισαγωγικός, ξένος, μη ντόπιος. -
19 инвестиционный
επ.εισαγωγικός, της επένδύσης (κεφαλαίου). -
20 приёмный
επ.1. της λήψης•-ая антена κεραία λήψης.
2. της υποδοχής• της ακρόασης ή της επίσκεψης (ασθενών στο γιατρό)•-ая комната δωμάτιο αναμονής•
часы -а ώρες ακρόασης.
3. εισαγωγικός, της εισαγωγής•-ая комиссия η επιτροπή εισαγωγικών εξετάσεων.
4. ουσ. θ. -ая, -ой δωμάτιο αναμονής.εκφρ.приёмный отец – θετός πατέρας, ψυχοπατέρας•- ая мать – θετή ητέρα, ψυχομάνσ•приёмный сын – θετός γιος, ψυχογιός•- ая дочь – θετή θυγατέρα, παρακόρη, ψυχοκόρη.
См. также в других словарях:
εἰσαγωγικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισαγωγικός — ή, ό (AM εἰσαγωγικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα 2. φρ. α) «εισαγωγικές… … Dictionary of Greek
εισαγωγικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή, που γίνεται ή χρησιμεύει για εισαγωγή: Εισαγωγικές εξετάσεις. – Εισαγωγικό μάθημα στη φιλοσοφία. 2. που έχει σχέση με την εμπορική εισαγωγή: Εισαγωγικός δασμός. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσαγωγικά — εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc pl εἰσαγωγικά̱ , εἰσαγωγικός of fem nom/voc/acc dual εἰσαγωγικά̱ , εἰσαγωγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικώτερον — εἰσαγωγικός of adverbial comp εἰσαγωγικός of masc acc comp sg εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικῶν — εἰσαγωγικός of fem gen pl εἰσαγωγικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικόν — εἰσαγωγικός of masc acc sg εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικαῖς — εἰσαγωγικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικαί — εἰσαγωγικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικοῖς — εἰσαγωγικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικοί — εἰσαγωγικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)