-
1 ειρηνικος
3мирный, миролюбивый(λόγος Isocr.; ἐπιστῆμαι Xen.; χρεία Arst., Plut.)
τελευτῆς τυχεῖν εἰρηνικῆς Plut. — тихо скончаться -
2 ειρηνικός
η, ό[ν]1) мирный; миролюбивый;ειρηνικοί καιροί — мирные времена;
ειρηνικά έργα — мирные дела; — мирный труд;
ειρηνικός άνθρωπος — миролюбивый человек;
2) тихий, спокойный;Ειρηνικός ωκεανός Тихий океан; 3) примирительный; успокоительный; 4) осуществлённый или осуществляемый без объявления войны;ειρηνική επίλυση διαφορών — решение разногласий мирным путём
-
3 εἰρηνικός
{прил., 2}мирный, миролюбивый (Евр. 12:11; Иак. 3:17). LXX: 7965 (םוֹלָשׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εἰρηνικός
-
4 ειρηνικός
{прил., 2}мирный, миролюбивый (Евр. 12:11; Иак. 3:17). LXX: 7965 (םוֹלָשׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ειρηνικός
-
5 εἰρηνικός
мирный, миролюбивый; LXX: (שָׂלוֹם).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἰρηνικός
-
6 ειρηνικός
[ириникос] ас. мирный. -
7 Είρηνικός ωκεανός
ο Тихий океан -
8 1516
{прил., 2}мирный, миролюбивый (Евр. 12:11; Иак. 3:17). LXX: 7965 (םוֹלָשׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1516
См. также в других словарях:
εἰρηνικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρηνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που υπάρχει ή συμβαίνει σε καιρό ειρήνης: Έργα ειρηνικά. 2. που συντελεί στην ειρήνη, ειρηνευτικός, συμφιλιωτικός: Ειρηνικές προσπάθειες του ΟΗΕ. 3. που αγαπάει την ειρήνη, φιλειρηνικός, φιλήσυχος: Ειρηνικός λαός. – Ειρηνικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ειρηνικός — ή, ό (AM εἰρηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνη («ειρηνική περίοδος», «ειρηνικός βίος», «ειρηνικά έργα», «... εἰρηνικὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν») 2. όποιος συντελεί στην ειρήνη ή στην ειρήνευση («ειρηνικές προσπάθειες») 3.… … Dictionary of Greek
Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου … Dictionary of Greek
Ειρηνικός, Βασίλειος — (13ος αι.). Ποιητής. Τα ποιήματά του αναφέρονται στους αρραβώνες του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη με την Άννα, κόρη του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β’, και θυμίζουν δημοτικά γαμήλια τραγούδια … Dictionary of Greek
Έντγκαρ ο Ειρηνικός — (EdgarEadgar, 944 – 975). Αγγλοσάξονας βασιλιάς. Ήταν ο νεότερος γιος του Εδμόνδου του Μεγαλοπρεπούς. Ανήλθε στον θρόνο με την υποστήριξη των ευγενών που ήταν δυσαρεστημένοι από τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ο Έ. αναμόρφωσε τον κλήρο, αναδιοργάνωσε… … Dictionary of Greek
εἰρηνικά — εἰρηνικός of neut nom/voc/acc pl εἰρηνικά̱ , εἰρηνικός of fem nom/voc/acc dual εἰρηνικά̱ , εἰρηνικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνικώτερον — εἰρηνικός of adverbial comp εἰρηνικός of masc acc comp sg εἰρηνικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνικῶν — εἰρηνικός of fem gen pl εἰρηνικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνικόν — εἰρηνικός of masc acc sg εἰρηνικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνικώτατα — εἰρηνικός of adverbial superl εἰρηνικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)