-
1 специализироваться
-
2 специализировать
ειδικεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > специализировать
-
3 специализироваться
специализировать||сяεἰδικεύομαι. -
4 специализироваться
[σπιτσυαλιζίραβατ"] ρ. ειδικεύομαι -
5 специализироваться
[σπιτσυαλιζίραβατ"] ρ ειδικεύομαι -
6 специализировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. специализированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ. ειδικεύω.1. ειδικεύομαι, αποκτώ ειδικότητα.2. καταμερίζομαι σε ειδικό τομέα.
См. также в других словарях:
ειδικεύομαι — ειδικεύομαι, ειδικεύτηκα και ειδικεύθηκα, ειδικευμένος βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ειδικεύω — 1. περιορίζω κάτι σε μία μόνο περίπτωση («ειδικεύω την ερώτηση») 2. ειδικεύομαι αποκτώ ειδικές γνώσεις σε κλάδο επιστήμης ή τέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
ειδικεύω — ειδίκευσα, ειδικεύτηκα, ειδικευμένος, μτβ. 1. περιορίζω κάτι σε μία μόνο περίπτωση, το μερικεύω: Ειδικεύω την ερώτησή μου. 2. κάνω κάτι ή κάποιον ειδικό σε ορισμένο κλάδο, κατάλληλο για ορισμένη χρήση ή σκοπό: Ειδικεύει τους φοιτητές στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)