Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ειδησεογραφικό

См. также в других словарях:

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • τιτλοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. τιτλούχος 2. το ουδ. ως ουσ. το τιτλοφόρο (στη δημοσιογραφία) ειδησεογραφικό δημοσίευμα με ιδιαίτερο τίτλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + φόρος* (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλική — Χειρόγραφη βραχύβια εφημερίδα, από τις πρώτες της Επανάστασης, που κυκλοφόρησε στη δυτική Στερεά τον Αύγουστο του 1821. Γραφόταν σε απλή γλώσσα και είχε κυρίως ειδησεογραφικό χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

  • Καραμπατσάκης, Εμμανουήλ — (Αθήνα 1935 –). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος συνεργαζόμενος με τις εφημερίδες Θεσσαλονίκη και Μακεδονία, το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο ειδήσεων Associated Press, το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ), το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»