-
1 ειδησεογραφικός
η, ό[ν] информационный;ειδησεογραφικό πρακτορείο — информационное агентство
-
2 πρακτορείο(ν)
το агентство;ειδησεογραφικό πρακτορείο(ν) — или πρακτορείο(ν) ειδήσεων — информационное агентство;
πρακτορείο(ν) τύπου — агентство печати;
πρακτορείο(ν) μεταφορών — транспортное агентство
-
3 πρακτορείο(ν)
το агентство;ειδησεογραφικό πρακτορείο(ν) — или πρακτορείο(ν) ειδήσεων — информационное агентство;
πρακτορείο(ν) τύπου — агентство печати;
πρακτορείο(ν) μεταφορών — транспортное агентство
См. также в других словарях:
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
τιτλοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. τιτλούχος 2. το ουδ. ως ουσ. το τιτλοφόρο (στη δημοσιογραφία) ειδησεογραφικό δημοσίευμα με ιδιαίτερο τίτλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + φόρος* (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
Αιτωλική — Χειρόγραφη βραχύβια εφημερίδα, από τις πρώτες της Επανάστασης, που κυκλοφόρησε στη δυτική Στερεά τον Αύγουστο του 1821. Γραφόταν σε απλή γλώσσα και είχε κυρίως ειδησεογραφικό χαρακτήρα … Dictionary of Greek
Καραμπατσάκης, Εμμανουήλ — (Αθήνα 1935 –). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος συνεργαζόμενος με τις εφημερίδες Θεσσαλονίκη και Μακεδονία, το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο ειδήσεων Associated Press, το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ), το… … Dictionary of Greek